Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2017

Η νίκη της «Αγγέλας» και μιας εξαιρετικής παράστασης


Όταν άναψαν τα φώτα και όλοι οι ηθοποιοί βγήκαν στη σκηνή για να υποκλιθούν μπροστά στο παρατεταμένο ζεστό χειροκρότημα του κοινού, που με το σπαθί τους είχαν κερδίσει, μια γλυκιά γεύση «πάλευε» με την πικρή,  μερικά μέτρα μακριά απ’ το σημείο που πριν από λίγο έπεφτε «νεκρός» ο Λάμπρος.
Όπως παλεύουν το καλό με το κακό, σαν την ακατάπαυστη πάλη του φωτός με το σκοτάδι, που εμφανίστηκε μαζί με τον άνθρωπο και ανά εποχή αλλάζει πρόσωπα, κρατώντας όμως ίδια και απαράλλαχτα στον πυρήνα τους τα στοιχεία εκείνα που δίνουν τις σπρωξιές στην άμαξα της εξέλιξης. Οι τροχοί δεν τσουλάνε πάντα προς τα μπροστά. Ο δρόμος προς την πρόοδο είναι κακοτράχαλος και η πορεία δύσκολη και γεμάτη πισωγυρίσματα.

Η δεκαεφτάχρονη Αγγέλα είναι ένα από τα χιλιάδες κορίτσια που τη δεκαετία του΄50 εξαναγκάστηκαν να φύγουν απ’ τα σπίτια τους και να γίνουν υπηρέτριες σε πλουσιόσπιτα της πρωτεύουσας για να επιβιώσουν. Το φαινόμενο αυτό άνθισε τα χρόνια μετά τον εμφύλιο. Ακόμα και εννιάχρονα-δεκάχρονα  κορίτσια τα έδιναν τότε οι γονείς τους υπηρέτριες στις «μεγαλοκυρίες των Αθηνών» και άλλων επαρχιακών πόλεων, για να εξασφαλίσουν ένα πιάτο φαΐ, αλλά και να ελαφρύνει λίγο το βάρος στις πλάτες της πολυμελούς, συνήθως, οικογένειας ― το ψωμί δεν έφτανε για όλους.

Η Αγγέλα είναι το κεντρικό πρόσωπο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Γιώργου Σεβαστίκογλου. Γύρω της περιπλέκονται πρόσωπα και καταστάσεις-φαινόμενα μιας κοινωνίας άρρωστης και προβληματικής απ’ την κατασκευή της. Η εκμετάλλευση και η αδικία που αναβλύζουν από κάθε πόρο των κοινωνικών ανισοτήτων, η πολύμορφη καταπίεση της γυναίκας, η διαφθορά των συνειδήσεων, η έλλειψη ηθικών φραγμών, οι αυταπάτες των καταπιεσμένων, όλα απλώνονται και στροβιλίζονται πάνω και γύρω από μια αθηναϊκή ταράτσα, ανάμεσα σε σιδερένιες «σκάλες υπηρεσίας» και απλωμένες μπουγάδες· μια ταράτσα βουτηγμένη σε μια ατμόσφαιρα μουντή,  μολυβένια σαν τα σύννεφα λίγο πριν ξεσπάσει η καταιγίδα.

Η ορφανή Αγγέλα, που έχει χάσει και τον αδελφό της στον εμφύλιο, αφήνει το χωριό της και έρχεται στην πρωτεύουσα για να αντικαταστήσει την υπηρέτρια Τασία, που έχει αυτοκτονήσει πέφτοντας από το μπαλκόνι του διαμερίσματος των αφεντικών της. Αν και ο θεατής δεν θα τη δει ποτέ στη σκηνή, η Τασία ή, καλύτερα, η «σκιά» της, σαν ένα μεγάλο αδικαίωτο γιατί θα κυνηγά τους χαρακτήρες του έργου, άλλον λιγότερο και άλλον περισσότερο, σε κάθε τους βήμα και ταυτόχρονα θα «σκουντάει» τη συνείδηση του θεατή «που δε σηκώνει τ’ άδικο».

Μόλις η Αγγέλα αρχίσει να γνωρίζει τις άλλες υπηρέτριες, εμφανίζεται ο Λάμπρος, ο αδελφός της Τασίας. Ο Λάμπρος δεν πείθεται από  την προσπάθεια του πλούσιου εργοδότη και αγαπητικού Στράτου να φορτώσει το έγκλημα σ’  έναν κομμουνιστή (χαρακτηριστικό των εκμεταλλευτών να ενοχοποιούν τα θύματά τους) και αρχίζει να αναζητά τους πραγματικούς λόγους, που «έσπρωξαν» από το μπαλκόνι την αδελφή του. Ο Λάμπρος με την Αγγέλα συναντιούνται, γνωρίζονται, γνωρίζουν τον έρωτα ταυτόχρονα με τη ζωή και ενώνονται σε μια γροθιά που σφίγγει ολοένα και πιο πολύ, σα να προετοιμάζεται να αναμετρηθεί με το μαχαίρι που ορθώνει μπροστά τους ο βρώμικος, δυσώδης κόσμος της αδικίας και της εκμετάλλευσης που, όμως, ξέρει καλά και μπορεί να χτυπάει πισώπλατα…

Μια σφιχτοδεμένη πλοκή καταστάσεων, ανατροπών, χαρακτήρων και  συναισθημάτων, δοσμένη μ’ έναν ρυθμό θαρρείς κινηματογραφικό, με έντονη εναλλαγή των σκηνών-εικόνων, που ξεκινά με μια «έκρηξη»  (κανονική κλωτσιά στο στομάχι του θεατή) στην πρώτη κιόλας σκηνή με την αθέατη αυτοκτονία της υπηρέτριας Τασίας και συνεχίζει  αμείωτος μέχρι το τέλος.

Στη «μαύρη» ταράτσα της πολυκατοικίας βαριανασαίνει ένας σκοτεινός μικρόκοσμος όπου συνυπάρχουν και συγκρούονται ο εκμεταλλευτής και οι εκμεταλλευόμενοι, ο σαδισμός του εξουσιαστή και η οργή των καταπιεσμένων, ο κυνισμός με την αφέλεια, το πάθος με την απελπισία, ο υπόκοσμος με τα όνειρα για μια καλύτερη ζωή. Ο συγγραφέας εστιάζοντας στον μικρόκοσμο της ταράτσας δεν μένει στην ευκολία της καταγγελίας. Σηκώνει στο φως την ακτινογραφία του, που είναι ταυτόχρονα και ακτινογραφία μιας ολόκληρης κοινωνίας και των μελών της και  αναδεικνύει τα κουσούρια και τις αρρώστιες της-ους.


Η παράσταση άρτια τεχνικά και εικαστικά (έξυπνο το στήσιμο του κεντρικού σκηνικού και η εναλλαγή των στοιχείων του από σκηνή σε σκηνή, ατμόσφαιρα παρακμής που «υπογραμμίζεται» από τους λιτούς και «στοχευμένους» φωτισμούς, εξαιρετική πρωτότυπη μουσική που «υποδαυλίζει» τη δραματικότητα και, χωρίς να σου θυμίζει κάποια συγκεκριμένη μελωδία, φέρνει σαν αεράκι κάτι από την αύρα της Ελένης Καραΐνδρου) σαν καλοκουρδισμένο ρολόι, υποστηρίζεται από τη «σφιχτή»  σκηνοθεσία του και πρωταγωνιστή Πέτρου Νάκου (δεν πρέπει να ήταν ιδιαίτερα δύσκολη η αποστολή του με ένα τέτοιο έργο) και τις εξαιρετικές ερμηνείες των νεαρής ηλικίας οι περισσότεροι άξιων ηθοποιών.

Ο ηθικός Λάμπρος του Πέτρου Νάκου πείθει, βγάζει λαϊκότητα και καθαρότητα με μια ασυμβίβαστη ορμή που φουσκώνει, σα χείμαρρος, λεπτό το λεπτό, και παύει μόνο στην τελευταία του σκηνή.

Η Γεωργία της Έλενας Καστανά, θύμα της εξάρτησής της από την ερωτική σχέση της με τον Στράτο, πατάει γερά και στην ευαισθησία και στον κυνισμό. Μεταμορφώνεται, με επιτυχία, σε θύτη όταν νιώθει να απειλείται η ―ουσιαστικά ανύπαρκτη―  κυριαρχία της στον ερωμένο της, και από συμπαραστάτρια της Αγγέλας σε ύαινα έτοιμη να την καταβροχθίσει. Γίνεται σπαρακτική εκεί που πρέπει, χωρίς να γλιστράει στην υπερβολή. 


Όλοι οι ηθοποιοί της παράστασης είναι «εκεί», πατάνε γερά και πειστικά στο σανίδι της «Αγγέλας», πιστεύουν (και το δείχνουν) αυτό που κάνουν, το υπηρετούν.

Και η Αγγέλα… Η Αγγέλα… Αυτό το –φαινομενικά- εύθραυστο σαν ακριβή πορσελάνη πλάσμα με σώμα κρίνου, που όμως κινούν νεύρα από ατσαλένιες κλωστές… Η Αγγέλα με την αλύγιστη πίστη και τη χαλύβδινη θέληση, μαζί ονειροπόλα ελαφίνα και αποφασισμένη λέαινα… Αλωνίζοντας στη σκηνή φορώντας από την αρχή μέχρι το τέλος το κατακόκκινο φόρεμά της συμβολίζει, είναι σα να εκπροσωπεί, αυτούς  που πολλά υποφέρουν αλλά δεν θα υπομένουν για πάντα, που είναι αποφασισμένοι να παλέψουν και παλεύουν αναλαμβάνοντας να πληρώσουν το τίμημα της σύγκρουσης.

Η Αγγέλα ενσαρκώνεται υπέροχα από την Αγγελική Κοντού. Αν δεν γνωρίζεις την ιστορική διαδρομή του έργου του Γ. Σεβαστίκογλου δικαιολογημένα θα τολμούσες να σκεφτείς ότι είναι σα να γράφτηκε για τη νεαρή ηθοποιό. Υπάρχουν σκηνές που η ερμηνεία της συγκλονίζει, μεταφέροντας συγκινησιακά φορτία, πολύ πιο βαριά και πιο ουσιαστικά από τους ―συνήθως ρηχούς― συναισθηματισμούς. Όπως όταν βρίσκεται στην «είσοδο της πολυκατοικίας», όρθια δίπλα στην τεράστια (για το σωματικό μπόι της) βαλίτσα της, περιμένοντας  να προσληφτεί στη θέση της Τασίας, αρνούμενη να φύγει και να ξανάρθει αργότερα (εκείνη την ώρα απουσιάζει η «κυρία της»), αφού δεν έχει που αλλού να μείνει στην αφιλόξενη  πρωτεύουσα. Το βλέμμα, οι κινήσεις κάθε σημείου του κορμιού της, οι αναπνοές της, τα ηχοχρώματα της φωνής της, θαρρείς ακόμα και οι χτύποι της καρδιάς της, όλα  ―δεν μοιάζουν― είναι Αγγέλα. Της αξίζουν πολλά πολλά συγχαρητήρια.

Αγγελική Κοντού: Η «Αγγέλα» του σήμερα

Δυο ακόμα σημεία που αξίζει να σημειωθούν: Η εισαγωγή στην υπόθεση γίνεται απροειδοποίητα και με μια φυσικότητα που είναι σα να σπρώχνει τον ίδιο το θεατή να ανέβει στη σκηνή. Οι ηθοποιοί-υπηρέτριες στίβουν τα σφουγγαρόπανά τους ανάμεσα στους θεατές και σφουγγαρίζουν το διάδρομο ανάμεσα στα καθίσματα, κυριολεκτικά δίπλα στα πόδια τους, μέχρι να επέλθει το σοκ από την αυτοκτονία της Τασίας. Το εύρημα στη σκηνή της δολοφονίας (δεν θα το αποκαλύψω, να δείτε την παράσταση) που «αφαιρεί» το μαχαίρι από το χέρι του Στράτου και το τοποθετεί στο «χέρι» του ηθικού αυτουργού του εγκλήματος, που δεν είναι άλλος από το κοινωνικό σύστημα της εκμετάλλευσης. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν τα παραπάνω προβλέπονται από τον συγγραφέα, αν πάντως είναι ιδέες του σκηνοθέτη Πέτρου Νάκου, τότε του αξίζουν επιπλέον συγχαρητήρια.

Η Αγγέλα του Γιώργου Σεβαστίκογλου είναι ένα έργο διαχρονικό, σύγχρονο και επίκαιρο σήμερα που όλο και περισσότεροι άνθρωποι ξεριζώνονται για να μπορέσουν να επιβιώσουν σ’ ένα κοινωνικό σύστημα που οι αρρώστιες του (από την εποχή που γράφτηκε μέχρι σήμερα) έγιναν κακοφορμισμένες πληγές και σαπίζει με γοργούς ρυθμούς, πνίγοντας στη γάγγραινά του χαλασμένους και αναποφάσιστους, «δειλούς, μοιραίους κι άβουλους αντάμα».

Η Αγγέλα δεν είναι δειλή, δεν είναι μοιραία και, προπαντός, δεν μένει ούτε για μια στιγμή αναποφάσιστη, χωρίς να πάρει θέση. Είναι μια γενναία μαχήτρια και ήδη νικήτρια της ζωής, απ’ όταν συνειδητοποιεί ότι «αξίζει να υπάρχεις για ένα όνειρο» και δε λογαριάζει ακόμα και να καεί στη φωτιά του…

Ναι, είναι νίκη να ονειρεύεσαι και να παλεύεις για τα όνειρά σου. Είναι νίκη να ξαπλώνεις να κοιμηθείς με κουρασμένο το κορμί μα με τη συνείδησή σου ελαφριά και καθαρή. Είναι νίκη να ξέρεις να λες όχι ― να μπορείς να λες όχι και να υπερασπίζεσαι την επιλογή σου. Είναι νίκη να κλείνεις τ’ αυτιά στις Σειρήνες και να κρατάς τα μάτια της ψυχής σου ορθάνοιχτα πάνω απ’ τα βήματά σου. Είναι νίκη να ερωτεύεσαι άδολα, να μοιράζεσαι τους χτύπους της καρδιάς σου, να αγαπάς με όλη τη δύναμη και τη φλόγα της ψυχής σου, να δίνεις και να δίνεσαι, να θυσιάζεις το εγώ και να γίνεσαι κομμάτι του μαζί. Είναι νίκη να μη βουλιάξεις στο βούρκο, να μη σε φάει το σκοτάδι, αλλά να βαδίζεις στους δρόμους της αξιοπρέπειας και της τιμής, που άλλοι πριν από σένα βάδισαν και άλλοι, διδασκόμενοι απ’ το παράδειγμά σου, αύριο θα βαδίσουν. Είναι νίκη να αντιστέκεσαι στις  τσουλήθρες της ευκολίας και να μη συμβιβάζεσαι με αυτά που το ρεύμα της εποχής προσπαθεί να σου επιβάλλει ως  «κανονικότητα» και «ρεαλισμό».

Η μικροκαμωμένη Αγγέλα με τη συνείδησή της που παίρνει να ωριμάζει γρηγορότερα απ' τα χρόνια της, παλεύει αντρίκεια με το κακό, καταφέρνοντάς του  δυνατά χτυπήματα, γιατί στη «βαλίτσα» της κουβαλάει τις βαριές καταβολές της οικογένειάς της, του σκοτωμένου αδελφού της, των βιωμάτων της, ενός κόσμου ολόκληρου που «δε βολεύεται με λιγότερο ουρανό».

Όταν ανάβουν τα φώτα στη σκηνή η πάλη συνεχίζεται, ανάμεσα στη γλυκιά και την πικρή γεύση που σου αφήνει η παράσταση. Αν για κάποιους ο θάνατος του Λάμπρου σηματοδοτεί την ήττα του καλού, δεν ισχύει το ίδιο για τον θεατή που δεν παραμένει θεατής και στη ζωή· για αυτόν που πιστεύει ότι η συνεχής αντίσταση του καλού απέναντι στο κακό, στις καθημερινές μάχες για την επιβίωση, για καλύτερες μέρες, αλλά και για τη δημιουργία εκείνων των συνθηκών όπου η ζωή χωρίς εκμετάλλευση και αδικία θα είναι αυτονόητο δικαίωμα και κατάκτηση για τους ανθρώπους. Το καλό θα ηττηθεί όταν πάψει να ορθώνει αντιστάσεις και να προβάλλει σαν ελπίδα και σαν κάτι εφικτό να κατακτηθεί. Όσο αυτό θα συμβαίνει τότε θα κατακτά συνεχώς νίκες, καθημερινά, μικρές ή μεγαλύτερες, μέχρι την επικράτησή του.

Η υπηρέτρια Αγγέλα της δεκαετίας του ΄50 δεν πέθανε με την εποχή της. Αναπνέει σήμερα σε κάθε γωνιά, σε κάθε άκρη αυτής της πατρίδας και αυτού του πλανήτη, όπου υπάρχει εκμετάλλευση, αδικία, καταπίεση, σκοτάδι. Είναι όποιος βαδίζει στα βήματά της, στα βήματα της περηφάνιας,  της αξιοπρέπειας και της τιμής. Είναι όλοι «της γης οι κολασμένοι» που όταν συνειδητοποιήσουν τη θέση τους στην κοινωνία και τη δύναμή τους και συμπαραταχτούν μαζικά και οργανωμένα με τα ταξικά αδέρφια τους, τότε θα καταχτήσουν και άλλες νίκες, πέρα από τις ατομικές· μέχρι τη  μεγαλύτερη όλων, συντρίβοντας το κοινωνικό σύστημα της εκμετάλλευσης. Κάτι που στο συγκεκριμένο έργο δεν διαφαίνεται ως διέξοδος, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με το έργο του συνολικά και με το παράδειγμά του, με την αγωνιστική στάση ζωής και τις ιδέες του, για τα οποία ο Γιώργος Σεβαστίκογλου στάθηκε περήφανα αμετανόητος μέχρι το τέλος της ζωής του.

Λίγα (οφειλόμενα) για το Θέατρο ALTERA PARS

Για την παράσταση τα είπαμε. Πάμε στα πιο «πεζά» τώρα. Οι περισσότεροι δεν «βγάζουμε» εύκολα 15 ευρώ σήμερα. Τόσο κοστίζει το εισιτήριο στο θέατρο ALTERA PARS (που θα πει «άλλη πλευρά»). Εκτός από την εξαιρετική παράσταση, και το θέατρο αξίζει τα λεφτά του. Στο λιτό και επιμελημένο πρόγραμμα (+4 ευρώ) διαβάζω ότι δημιουργήθηκε πριν από περίπου δεκαπέντε  χρόνια στη θέση ενός παλιού βαφείου αυτοκινήτων, από την ηθοποιό Μίνα Χειμώνα και τον Πέτρο Νάκο. Τη δεκαετία του 2000 είχε γίνει μόδα πολλοί χώροι, απίθανων χρήσεων, να μετατρέπονται σε θέατρα ή σε «πολυχώρους τέχνης».

Το ALTERA PARS αποπνέει ζεστασιά, γνώση, μεράκι και σεβασμό για την τέχνη και τον θεατή. Ο θεατής αυτά τα εισπράττει από την είσοδο κιόλας, το όμορφα διακοσμημένο φουαγιέ με το δωρικό μπαρ, τα παλιά αλλά αναπαυτικά καθίσματα της σάλας με την απρόσκοπτη θέα, μέχρι τις πεντακάθαρες τουαλέτες· από την ευγένεια και το χαμόγελο του προσωπικού και την προσωπική φροντίδα των ιδρυτών του (κάποια στιγμή είδαμε την κα Χειμώνα να επιμελείται η ίδια την «τάξη» στο μπαρ). Παντελής η απουσία της υπερβολής και της διάθεσης για (αυτο)προβολή, αντίθετα, χαμηλοί τόνοι και η αίσθηση της σιγουριάς αυτού που προσφέρει τόσο όσο χρειάζεται (για να απολαύσεις την τέχνη), που αγαπάει τη «δουλειά» του και ξέρει να την κάνει καλά.

«Αγγέλα», πορεία στο χρόνο

Το έργο γράφτηκε στα τέλη του 1957 και ανέβηκε για πρώτη φορά στο Θέατρο Βαχτάνγκοφ, στη Μόσχα, στις 20 του Δεκέμβρη 1958 (εκείνη την περίοδο ο Γιώργος Σεβαστίκογλου ήταν πολιτικός πρόσφυγας στην ΕΣΣΔ). Στη συνέχεια παίχτηκε σε πολλές σοβιετικές πόλεις, καθώς επίσης στην Πράγα και στη Σόφια.

Στην Ελλάδα πρωτοπαίχτηκε το 1964, σε καθεστώς λογοκρισίας και εν μέσω  «αυθόρμητων» διαμαρτυριών κάποιων αγανακτισμένων εθνικοφρόνων, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, με τη Μάγια Λυμπεροπούλου στο ρόλο της Αγγέλας και τους ηθοποιούς του Θεάτρου Τέχνης Γιώργο Λαζάνη, Εύα Κοταμανίδου, Τζένη Γαϊτανοπούλου κ.ά. Από τότε έχει παιχτεί και άλλες φορές και συνεχίζει να παίζεται μέχρι τις μέρες μας.

Το κείμενο εκδόθηκε για πρώτη φορά από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις (Βουκουρέστι, Ρουμανία). Σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.

Μεγάλη η προσφορά του στο θέατρο και στον αγώνα για το καλό

Ο Γιώργος Σεβαστίκογλου γεννήθηκε στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης στις 12 του Οκτώβρη 1913. Αργότερα η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ο ίδιος σπούδασε νομικά, ενώ παράλληλα εργάστηκε ως μεταφραστής σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες.

Υπηρέτησε στο αλβανικό μέτωπο ως έφεδρος αξιωματικός και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Συμμετείχε στον ιδρυτικό πυρήνα του «Θεάτρου Τέχνης», για το οποίο μετέφρασε πληθώρα θεατρικών έργων. Το 1942 έγραψε το πρώτο του θεατρικό έργο «Κωνσταντίνου και Ελένης», το οποίο ανέβασε ο Κουν το 1943. Το 1944 πρωτοεμφανίστηκε ως σκηνοθέτης στο «Θέατρο του Λαού» και το 1945 ανέλαβε μόνιμος σκηνοθέτης του Τμήματος Νέων των «Ενωμένων Καλλιτεχνών». Τον επόμενο χρόνο συνεργάστηκε με το «Ρίζο της Δευτέρας», γράφοντας θεατρική κριτική, με το ψευδώνυμο Γ. Σάβας.

Στη διάρκεια του Εμφυλίου ήταν, μαζί με τον Μάνο Ζαχαρία, υπεύθυνος του κινηματογραφικού συνεργείου του ΔΣΕ. Με την υποχώρηση του ΔΣΕ βρέθηκε στην Τασκένδη. Εκεί έγραψε και ανέβασε επικαιρικά έργα, με το θίασο των πολιτικών προσφύγων, ενώ παράλληλα δίδασκε στο Θεατρικό Ινστιτούτο Τασκένδης.

Από το 1956 έως το 1965 εγκαταστάθηκε στη Μόσχα, όπου φοίτησε στην Ανώτερη Λογοτεχνική Σχολή και έγραψε σενάρια για τον κινηματογράφο, καθώς και δύο ακόμα θεατρικά έργα, την «Αγγέλα», που πρωτοπαίχτηκε από το θέατρο «Βαχτάνγκοφ» και το «Θάνατος του βασιλικού επιτρόπου».

Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1965 και συνεργάστηκε ως σκηνοθέτης με γνωστούς ηθοποιούς (Α. Συνοδινού, Ελ. Λαμπέτη, Αλ. Αλεξανδράκη, Αλ. Γεωργούλη κ.ά.).

Με το απριλιανό πραξικόπημα, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου συνεργάστηκε με τον Αντουάν Βιτέζ στο «Theatre des Quartiers d' Ivry» και διηύθυνε εργαστήρια θεατρικής έρευνας. Συγκρότησε, με τους μαθητές του, το θίασο «Πράξις» και σκηνοθέτησε αρχαίο ελληνικό δράμα και έργα του Σαίξπηρ. Παράλληλα, δίδαξε στο Ινστιτούτο Θεατρικών Σπουδών της Σορβόνης και σε ειδικά σεμινάρια του conservatoire. Το 1978 και το 1979 πραγματοποίησε δύο σκηνοθεσίες στο ΚΘΒΕ («Ημέρωμα της στρίγκλας», «Τρεις αδελφές»).

Από το 1981 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα, όπου μετέφρασε και σκηνοθέτησε για το Εθνικό Θέατρο και άλλους θιάσους. Σύντροφος της ζωής του, από το 1945, υπήρξε η γνωστή συγγραφέας Αλκη Ζέη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Πέθανε στην Αθήνα, την 1η του Δεκέμβρη 1990. (Δείτε εδώ το αφιέρωμα Ο Γιώργος Σεβαστίκογλου και ο θίασος πολιτικών προσφύγων Τασκένδης)

Κυριακή 5 Φλεβάρη 2017.

2 σχόλια:

Unknown είπε...

Δεν ξέρω τι να πρωτοεκφράσω στον συγγραφέα του άρθρου, ευγνωμοσύνη ή θαυμασμό, γιατί αποτυπώνει σχεδόν ολιστικά τη γεύση και τα συναισθήματά μας από την ημέρα που είδαμε το έργο μέχρι και σήμερα, που κάτι ανάλογο, σχεδόν το ίδιο, θα ήθελα να εκφράσω και εγώ γραπτώς, εάν είχα την ικανότητα και τις γνώσεις του σχολιαστή ή όπως με θάβουν προσφυώς οι φίλοι «εάν δεν λουφάριζα μυαλό….». Αυτές όμως οι αδυναμίες μου δεν μου μειώνουν, στον ψυχικό μου πλέον πλούτο, την ομορφιά και το ταλέντο της Κοντού, τις ικανότητες του Νάκου, όλων των συντελεστών καθώς και τη θαλπωρή του ALTERA PARS με τις λεπτομέρειές πριν και μετά την παράσταση. Ακόμα και η αυτοκριτική μερικών ηθοποιών του έργου, ότι δεν έμειναν πολύ ευχαριστημένοι από τη σημερινή τους απόδοση…, ενώ ήταν τέλειοι κατά γενική ομολογία , σε πείθει ότι από αυτούς τους καλλιτέχνες περιμένουμε και άλλες και άλλες πάντα διδακτικές επιτυχίες.
Πάντως εκφράζω και πάλι ευγνωμοσύνη και θαυμασμό.
Σπύρος Αντύπας

Οικοδόμος είπε...

@ Spyros Antypas:

Ευχαριστώ πολύ, από καρδιάς…
Καλή δύναμη!