Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

«Θάνατος» στους επιτηδευματίες;!... (Το παράδειγμα ενός οικοδόμου)




«Μα δεν μπορώ να τους καταλάβω αυτούς της κυβέρνησης. Πως αυξάνουν συνεχώς την φορολογία στους εργαζόμενους, μικρούς επαγγελματίες (επιτηδευματίες) όταν οι δουλειές εξανεμίζονται και ο τζίρος μειώνεται μέρα με τη μέρα; Από πού θα εισπράξουν τους νέους φόρους αν δεν υπάρχουν έσοδα; Γιατί μετά «παραπονιούνται» πως οι ανείσπρακτοι φόροι γίνονται ολοένα και περισσότεροι; Προσπαθώ να μπω στη λογική τους (των κυβερνώντων) και πάλι δε βρίσκω άκρη.» Απορίες που εκφράζονται στις καθημερινές συζητήσεις μας και δείχνουν σε ένα βαθμό πόσο αποδίδει η προπαγάνδα των μαρκουτσοφόρων της… «αδέσμευτης ενημέρωσης».

Όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ας υποθέσουμε πως κάποιος πριν από πολλά χρόνια πήγε για να δουλέψει στην οικοδομή. Έβαλε το κεφάλι κάτω, έμαθε τη δουλειά, και στη συνέχεια εξειδικεύτηκε. Έγινε καλός μάστορας, δούλευε πολύ και επειδή πίστευε στις δυνάμεις του, αποφάσισε να ξεφύγει από το μεροκάματο (που ήταν το ίδιο, όσο αποδοτικός κι αν ήταν)  και να δοκιμάσει την τύχη του αναλαμβάνοντας ο ίδιος δουλειές . Πήγε αμέσως σε έναν λογιστή  -τον οποίο προσέλαβε σε μόνιμη βάση στη συνέχεια- και «άνοιξε» βιβλία τιμολογίων στην ΔΟΥ της περιοχής που έμενε. Ήταν καλός στα νταραβέρια  του, συνεπής και ντόμπρος χαρακτήρας και έτσι δεν άργησε να γίνει γνωστός και να αποχτά μια σχετική φήμη στους κύκλους του σιναφιού.

Μαζί με τις δουλειές του αυξάνονταν και οι ανάγκες. Με τα πρώτα λεφτά που μάζεψε, αγόρασε ένα φορτηγάκι για να μεταφέρει τα εργαλεία και την ξυλεία του και να γλιτώνει τα αυξημένα μεταφορικά  έξοδα. Τα λεφτά δεν κάλυπταν την αξία του αυτοκινήτου και έτσι, χωρίς να το σκεφτεί, δανείστηκε τα υπόλοιπα από μια τράπεζα -που τον παρακαλούσε κιόλας να του δανείσει. Επένδυε συνεχώς στη δουλειά του. Όποτε χρειάστηκε, δεν τσιγκουνεύτηκε να αγοράσει εργαλεία, δεν το σκέφτηκε ούτε στιγμή. Πιστεύει πως τον καλό μάστορα τον κάνουν τα εργαλεία του και δεν του αρέσει να τα ζητάει από άλλους. Και έτσι, συνέχισε να δουλεύει, να διευρύνει τον κύκλο γνωριμιών του και διαρκώς να «χτίζει σχέσεις» όπως συνηθίζει ακόμα να λέει…

Δούλευε ο ίδιος σκληρά στο γιαπί, σεβόμενος και με το παραπάνω τους συναδέλφους που απασχολούσε.   Από τη δουλειά του δεν «τα κονόμησε». Δεν είχε όμως παράπονο. Τα λεφτά έφταναν για μια αξιοπρεπή ζωή, χωρίς στερήσεις αλλά και χωρίς υπερβολές. Στις υποχρεώσεις του απέναντι στο κράτος ήταν πάντα κύριος. Στις φορολογικές του δηλώσεις δήλωνε όλα όσα το φορολογικό σύστημα του έδινε τη δυνατότητα να δηλώσει.  Τη δυνατότητα, όχι την υποχρέωση. Στις προτροπές τρίτων να μην δηλώνει «τόσα», απαντούσε πως αυτό δεν είναι σωστό και πως ήθελε να έχει τη συνείδησή του ήσυχη.

Με το ίδιο σκεπτικό αντιμετώπισε και την «περαίωση». Στην αρχή δεν ήθελε να την πληρώσει. Ήξερε πως πληρώνοντας αυτό το χαράτσι, ύπέγραφε στην ουσία πως είναι «ύποπτος» για φοροδιαφυγή. Πίστευε πως αφού δεν έχει τίποτα να κρύψει δεν υπήρχε λόγος να το κάνει. Όμως σκέφτηκε πιο «ψύχραιμα» όταν αναλογίστηκε την αναξιόπιστη συμπεριφορά του κράτους απέναντι στους φορολογούμενους και ακολούθησε τους άλλους,  που μπορεί και να φοροδιέφευγαν. Και πλήρωνε κάθε περαίωση που ερχόταν στο σπίτι. Παρόλο που υπήρχε πάντα το «γαμώτο», δεν τον πείραζε πολύ, γιατί δουλειά υπήρχε. Όμως η δουλειά άρχισε να μειώνεται.

Έκανε την εμφάνισή της η «κρίση». Οι τιμές άρχισαν να συμπιέζονται. Ο ανταγωνισμός γινόταν όλο και πιο βρώμικος. Πολλοί συνάδελφοί του μείωσαν αμέσως τα μεροκάματα αυτών που απασχολούσαν, τόσο που δεν «δικαιολογούσαν» τα μέχρι τότε δεδομένα. Αυτός αντιστάθηκε στην ευκολία. Προσπάθησε και βρήκε άλλους τρόπους για να γίνει πιο «ανταγωνιστικός», χωρίς να μειώσει ούτε μισό ευρώ τα μεροκάματα των συναδέλφων-συνεργατών του, όπως να δουλεύει ο ίδιος ακόμα περισσότερο και πιο σκληρά. Για την ποιότητα της δουλειάς, ούτε λόγος. Απ’ όταν ξεκίνησε, προσπαθούσε πάντα να την κάνει ακόμα καλύτερη. Ήταν θέμα συνείδησης και στάσης ζωής. Τώρα, στην «κρίση», οι φίλοι του έλεγαν πως δεν θα χάσει, γιατί σε περιόδους «κρίσης» γίνεται ξεσκαρτάρισμα. Οι καλοί επιβιώνουν και η σκαρταδούρα φεύγει...έλεγαν.

Η ζωή γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Τα έξοδα αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο και τα έσοδα διαρκώς λιγόστευαν. Η συμπεριφορά του απέναντι στο κράτος δεν άλλαξε. Η «φορολογική συνείδησή» του (που του είπε κάποτε ένα εφοριακός ότι διαθέτει) παρέμεινε η ίδια. Όμως άρχισε να δυσκολεύεται. Δεν μπορούσε πια να αντιμετωπίσει βασικές ανάγκες του ίδιου (ας’ τον αυτόν) και της οικογένειάς του. Τα χαράτσια έρχονταν το ένα μετά το άλλο, οι φόροι αγρίευαν, η ακρίβεια κάλπαζε και όλοι άπλωναν τα μακριά χέρια τους στην τσέπη του που ήταν όμως άδεια. Αυτά δεν τα αντιμετώπιζε φυσικά μόνο αυτός, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων αυτής της χώρας.

Η δουλειά άρχισε να εξαφανίζεται. Ο «ανταγωνισμός» ήταν ανελέητος. Στις λιγοστές προσφορές που έδινε, οι τιμές του ήταν μικρότερες ακόμα και από αυτές πριν από δεκαπέντε χρόνια. Ήταν φτηνός, αλλά πάντα υπήρχε ένας ακόμα πιο «φτηνός» για τον εργοδότη, που εκμεταλλευόταν το κλίμα και πίεζε ασφυκτικά (μέχρι πνιγμού) το μεροκάματο του οικοδόμου, ενώ για τις συνεχόμενες ανατιμήσεις των οικοδομικών υλικών…καμιά αντίδραση.

Σε όλα τα πράγματα στη ζωή υπάρχουν όρια. Και τα όρια τα βάζουν οι άνθρωποι. Και οι εκπτώσεις έχουν κι αυτές τα όριά τους. Όπως είναι λογικό, όσο μεγαλύτερη «έκπτωση» (μετά τα όρια…) κάνεις στην τιμή, τόσο μεγαλύτερες θα είναι και οι «παραχωρήσεις» στην ποιότητα της δουλειάς και του τρόπου συνεργασίας σου… Όταν είσαι αποφασισμένος να μην κάνεις καμιά από αυτές τις «παραχωρήσεις», τότε αρχίζεις να έχεις μεγάλο πρόβλημα, κάτι που δεν συμβαίνει με τον «ανταγωνιστή» σου. Η «σκαρταδούρα» (όπως αποδείχτηκε) δεν θα φύγει ποτέ...

Και έρχεται τελικά η ώρα που μένεις άνεργος. Με μηδενικό εισόδημα. Που δεν έχεις να περιμένεις τίποτα από κανέναν. Το τηλέφωνό σου δεν χτυπάει και αν χτυπήσει, ξέρεις πως είναι από αυτούς που χρωστάς. Και βλέπεις στην τηλεόραση πως τα μέτρα που σου πήραν οι κυβερνώντες ήταν τα τελευταία και πως από δω και πέρα μια ηλιαχτίδα ελπίδας προβάλλει (άσχετα εν εσύ δεν την βλέπεις, γιατί απλά δεν υπάρχει). Και διαβάζεις στην εφημερίδα τις «δολοφονικές» ρυθμίσεις του «νέου φορολογικού» για τους επιτηδευματίες και τους αυτοαπασχολούμενους. Και λες μα είναι δυνατόν; Τι κάνουν οι άνθρωποι; Είναι τρελοί;…

Να τι κάνουν οι… άνθρωποι: Αυξάνουν το φορολογικό συντελεστή στο 26% για εισοδήματα μέχρι 50.000, από το πρώτο ευρώ (!), και αυξάνουν το χαράτσι, το γνωστό  ως «τέλος επιτηδεύματος», από τα 500 ευρώ που ήταν μέχρι τώρα στα 650 ευρώ! Και σε υποχρεώνουν να το πληρώσεις, έχεις δεν έχεις δουλειά, σταυρώσεις δε σταυρώσεις μεροκάματο!

Σε υποχρεώνουν όμως και να σκεφτείς πως θα αντιμετωπίσεις αυτήν την κατάσταση, που μέρα με τη μέρα χειροτερεύει. Θα γίνεις, για παράδειγμα, κλέφτης; Θα πας δηλαδή να κλείσεις τα βιβλία, και θα δουλεύεις «μαύρα» όταν βρίσκεις μεροκάματο; Θα κλέβεις τα υλικά για να «βγεις»; Θα κλέβεις στα μέτρα τον ιδιοκτήτη; Θα «χαλάσεις» τη δουλειά σου; Θα «πλακώνεις τα μέτρα» δηλαδή χωρίς να νοιάζεσαι  για την ποιότητα; Θα γίνεις «ρίχτης»; Θα κοροϊδέψεις δηλαδή όσους προλάβεις, μέχρι να σε πάρουν χαμπάρι και να μη σταυρώνεις μετά ούτε ένα μεροκάματο; Θα συνεχίσεις (και πόσο θα αντέξεις ακόμα) να παλεύεις με τη συνείδησή σου, που της «την πέφτουν» καθημερινά οι σειρήνες της «ευκολίας» και του «ρε, μην είσαι μαλάκας»; Θα γκρεμίσεις δηλαδή αυτό που έχτιζες με κόπο τόσα χρόνια; Ή μήπως θα ακολουθήσεις την μοίρα αυτών που στο τέλος πήδηξαν από μια ταράτσα, έδεσαν μια πέτρα στο λαιμό τους και φούνταραν στο λιμάνι, ή δέθηκαν από μια θηλιά και κρεμάστηκαν; (Ρε τον φουκαρά, δεν άντεξε… θα πουν κάποιοι μετά). Οι «επιλογές» αρκετές…

Όχι, οι… άνθρωποι δεν είναι τρελοί (για να επανέλθουμε στην αρχή). Έχουν διαδρομή. Τους γνωρίζουμε χρόνια. Δεν παλάβωσαν ξαφνικά. Αντίθετα, τάχουν τετρακόσια. Υπηρετούν με συνέπεια τον σκοπό που ανέλαβαν.

Αν σκεφτούμε λίγο προσεχτικά, αν ανασύρουμε στην μνήμη μας γεγονότα και πρόσωπα των τελευταίων χρόνων, που διαχειρίστηκαν την «κρίση», θα δούμε πως όλοι, μα όλοι, ακολούθησαν μια καλά χαραγμένη πορεία. Ακόμα και αυτοί που προβάλλονταν από τους μαρκουτσοφόρους της «ενημέρωσης» σαν «μπουνταλάδες» ή «περιορισμένων» πολιτικών δυνατοτήτων, όλοι έβαλαν από ένα αγκωνάρι σε μια πολιτική, που έγινε βράχος και μας πλακώνει και μας αφαιρεί το οξυγόνο. Ο σκοπός όλων αυτών που παλεύουν με νύχια και με δόντια να κρατηθούν στην εξουσία, σχηματίζοντας ακόμα και «ανίερες» (σε μια άλλη εποχή) συμμαχίες, είναι να διευκολύνουν τα αφεντικά τους να βγουν από την «κρίση» έχοντας υποστεί τις λιγότερες δυνατές απώλειες. Στην κατεύθυνση αυτή, τα «μυρμήγκια» (επιτηδευματίες, αυτοαπασχολούμενοι, μικροί μαγαζάτορες και ελεύθεροι επαγγελματίες) που μπλέκονταν μέχρι τώρα στα πόδια τους πρέπει να ποδοπατηθούν, να λιώσουν.

Τα μικρά εμπορικά κόβουν κέρδη από τα πολυκαταστήματα. Να κλείσουν. Τα μαγαζάκια από τις πολυεθνικές ή ντόπιες αλυσίδες. Να απορροφηθούν από αυτές. Οι μικροί υπεργολάβοι από τις κατασκευαστικές εταιρίες. Να πάνε να δουλέψουν σ’ αυτές (όταν έρθει η… ανάπτυξη) για ένα κομμάτι ψωμί (και θα το κάνουν, ειδικά αν μέχρι τότε έχουν μείνει άστεγοι, νηστικοί, εξαθλιωμένοι). Η ανεργία, η αναδουλειά, η άγρια φορολογία έχουν στόχο να εξοντώσουν τους μικρούς και να αφήσουν το πεδίο ελεύθερο στους «μεγάλους», όταν θα έρθει η ανάπτυξη. Και σε συνδυασμό με το γκρέμισμα κάθε εργατικού δικαιώματος, ανενόχλητοι αυτοί, να εδραιώσουν την κυριαρχία τους για μια ακόμα μακρά περίοδο της ιστορίας του μέλλοντος.

Όμως, αν κάποιος έπρεπε ντε και καλά να μιλήσει για «τρέλα», αυτός θα ήταν ο υποτιθέμενος αόρατος παρατηρητής της καθημερινότητάς μας. Που θα αναρωτιόταν «είναι τρελοί αυτοί οι Έλληνες;». Θα απορούσε «μα τι άλλο ρε γαμώτο πρέπει να τους κάνουν για να ξεσηκωθούν;». Που δεν θα άντεχε να βλέπει το μεγαλύτερο κομμάτι αυτού του λαού να βάζει την αξιοπρέπειά του ενέχυρο σε φρούδες ελπίδες (για «ανάκαμψη») που αγγίζουν  τη σφαίρα του μεταφυσικού (από πού αλήθεια πηγάζουν  αυτές οι ελπίδες, από το υπερπέραν;…). Που θα έχανε κάθε ελπίδα πως η κατάστασή μας παίρνει γιατρειά.

Κι όμως, εκτός από τις παραπάνω «επιλογές» υπάρχει και η διέξοδος. Η συνειδητοποίηση της κατάστασης, η αντίσταση, ο οργανωμένος αγώνας. Η ανατροπή και το θάψιμο της σαπίλας. Το χτίσιμο του καινούργιου, του δικού μας, αυτού που μας αξίζει. Αυτά, δεν αποκόβονται από τον καθημερινό προσωπικό, οικογενειακό αγώνα για επιβίωση. Πάντα με αξιοπρέπεια και περηφάνια. Με το κεφάλι ψηλά. Γιατί την ιστορία του μέλλοντος μπορούμε να την γράψουμε εμείς.  Αν ξεκινήσουμε τώρα. Το δικαιούμαστε άλλωστε. Αρκεί να το αποφασίσουμε.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Μπράβο ρε οικοδόμε...πες τα!
Φοβερό κείμενο, μακάρι να το διαβάσει όλος ο κόσμος! Ειδικά όλοι εκείνοι που πιστεύουν και λένε ακόμα "Αμα είσαι ξύπνιος και καλός στη δουλειά σου θα πετύχεις" κλπ...
Και δυστυχώς είναι αρκετοί (ειδικά νέοι) που το λένε...

Τους αγωνιστικούς μου Χαιρετισμούς!