Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

Την εποχή του ιμπεριαλισμού, ο σοσιαλισμός είναι η απάντηση, όποια και αν είναι η ερώτηση


Η διεθνής και η ελληνική πραγματικότητα της ταξικής πάλης παρουσιάζει σήμερα δύο φαινομενικά αντιφατικές όψεις.

8 χρόνια μετά την εκδήλωση της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης η ανάκαμψη είναι αναιμική και τίποτα δεν προεξοφλεί ένα νέο κύκλο απρόσκοπτης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Σε αυτές τις συνθήκες, οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις οξύνονται και η κοινωνία μοιάζει να επιστρέφει στιγμιαία στη «βαρβαρότητα», όπως έλεγε ο Ενγκελς. Η ένταση της ταξικής εκμετάλλευσης αδυνατεί να εξασφαλίσει την αυξανόμενη κερδοφορία του κεφαλαίου και ο πόλεμος μοιάζει ως ο μόνος πυρετός που θα μπορούσε να σκοτώσει το μικρόβιο της κρίσης του γερασμένου καπιταλιστικού κοινωνικού - οικονομικού σχηματισμού.

Ταυτόχρονα, στο διεθνές πεδίο δεν παρατηρείται ανάταση του κομμουνιστικού κινήματος, που θα αποτελούσε φάρο ελπίδας. Αντίθετα, πολλά από τα λεγόμενα «κομμουνιστικά κόμματα» έχουν ενσωματωθεί στην καπιταλιστική διαχείριση και επιλέγουν στρατόπεδο ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες.

Υπό την επιρροή και του αρνητικού διεθνούς συσχετισμού, η συνεχής διάψευση οποιασδήποτε δυνατότητας φιλολαϊκής διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης στην Ελλάδα, αν και συμπαρασύρει ενίοτε καταρρέουσα τα πολιτικά μορφώματα και προγράμματα που προκρίνει η αστική τάξη για να αναβαπτίσει το πολιτικό της προσωπικό, δεν οδηγεί και στην ευθύγραμμη επαναστατική αφύπνιση των μαζών (ούτε θα μπορούσε άλλωστε). Τα περιορισμένα προς το παρόν λαϊκά ξεσπάσματα όχι μόνο δεν αμφισβητούν την αστική στρατηγική συμφιλίωσης της εργατικής τάξης και του λαού με ένα μίζερο μέλλον, αλλά πολύ περισσότερο αξιοποιούνται ως ανατροφοδότης της και βαλβίδες αποσυμπίεσης για την επίτευξη της σταδιακής προσαρμογής.

Ωστόσο, η διαχείριση της λαϊκής δυσαρέσκειας δε βγάζει την αστική τάξη, εγχώρια και διεθνή, από τα πολιτικά - οικονομικά της αδιέξοδα.

Με λίγα λόγια, ο παλιός κόσμος αργοπεθαίνει και ο καινούριος δεν μπορεί ακόμα να γεννηθεί. Ζούμε στην εποχή των τεράτων, όπως γλαφυρά υποστήριξε ο Γκράμσι 90 χρόνια πριν.

Μόνο που τα τέρατα ανήκουν στον παλιό καπιταλιστικό κόσμο και ξεπροβάλλουν σε αντίστοιχες συνθήκες, φανερώνοντας τα ανεξάντλητα όρια της ταξικής εκμετάλλευσης και απανθρωπιάς του και υπογραμμίζοντας το ξεπέρασμα των ιστορικών ορίων προσφοράς του στην ανθρωπότητα. Τα τέρατα είναι η τελευταία επιβεβαίωση του τερατώδους προσώπου του σύγχρονου καπιταλισμού και όχι η παραβίαση των αρχών του.

Γι' αυτό, η ραγδαία άνοδος της ανεργίας, οι ιμπεριαλιστικές συγκρούσεις, η αύξηση των προσφύγων, η διόγκωση του ρατσισμού και η πολιτική ενίσχυση φασιστικών δυνάμεων δεν πρέπει να αποτελέσουν οχήματα νοσταλγίας για τον προ κρίσης «καλό καπιταλισμό».

Εδώ έγκειται ο ρόλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, που οφείλει να στηριχτεί στην αντικειμενικά υπάρχουσα καπιταλιστική κρίση και λαϊκή δυσαρέσκεια για να διαμορφώσει το υποκείμενο επαναστατικής ανατροπής της αστικής εξουσίας.

Φυσικά, το ΚΚΕ δεν μπορεί να «δημιουργήσει» επαναστατική κατάσταση. Ομως, μπορεί να οξύνει τα μέτωπα και να βαθύνει τα ρήγματα. Να προβάλει την αναγκαιότητα και επικαιρότητα του σοσιαλισμού κόντρα στις ανιστόρητες αυταπάτες μιας μεταβατικής εξουσίας. Να μη συνηγορεί στην υιοθέτηση ουτοπικών αιτημάτων που απογοητεύουν ακόμα και όσα εργατικά - λαϊκά στρώματα επιλέγουν - παροδικά έστω - το δρόμο του αγώνα. Να κρατά ψηλά τη σημαία της επαναστατικής ανατροπής, ακόμα και στις περιόδους «άμπωτης» του εργατικού - λαϊκού κινήματος, όταν όλα μοιάζουν στάσιμα. Να τεθεί επικεφαλής των ανατάσεων με ανατρεπτική διάθεση που αργά ή γρήγορα θα ξεσπάσουν, υπό το βάρος των διογκούμενων λαϊκών δεινών.

Ολα τα προηγούμενα καθόλου δεν αντιφάσκουν με την παρουσία του Κόμματος σε κάθε αγώνα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, όπως προπαγανδίζουν σοσιαλδημοκράτες και οπορτουνιστές και στοχεύουν να αποτρέψουν τις άπειρες πολιτικά μάζες από τη συμμετοχής τους στον κοινωνικό αγώνα και από την επαφή τους με τους κομμουνιστές.

Ομως, οι κομμουνιστές χάνουν το ρόλο τους όταν γίνονται απλό τμήμα των αυθόρμητων αντιδράσεων, είτε παρεμβαίνουν αυτοτελώς είτε μέσω μαζικών φορέων του εργατικού - λαϊκού κινήματος. Αντίθετα, ακόμα και οι επιμέρους αγώνες ενδυναμώνονται όταν στην πρωτοπορία τους βρίσκονται όσοι αντιλαμβάνονται την ανάγκη ανατροπής της αστικής εξουσίας. Μαζικοποιούνται και αποκτούν μόνιμα χαρακτηριστικά όταν όλο και ευρύτερες μάζες κατανοούν ότι η ταξική πάλη δε λήγει με αμοιβαίως επωφελείς συμφωνίες των αντιμαχόμενων. Εχουν αποτελέσματα όταν συνειδητοποιείται η διασύνδεση κάθε επιμέρους ζητήματος με τις στρατηγικές επιλογές της αστικής πολιτικής.

Το παραπάνω συμπέρασμα δεν προκύπτει από θεωρητικές αφαιρέσεις, αλλά από την καθημερινή πείρα. Ολο και περισσότεροι άνθρωποι ρωτούν «πού πάει η κατάσταση;». Ολο και συχνότερα πολιτικά ανώριμες μάζες αναζητούν «γενική λύση», γινόμενες συχνά και αντικείμενο εκμετάλλευσης από αστικά μορφώματα και απλούς τσαρλατάνους.

Εξάλλου, όσοι αναζήτησαν σύντομες λύσεις εντός συστήματος, έφθασαν να κυνηγούν την ουρά τους. Το «τι θα γίνει αύριο το πρωί;» κόστισε ήδη σάρωση κατακτήσεων, 3 μνημόνια, πολλαπλάσιες απογοητεύσεις και τεράστια αναμονή.

Η πολιτική πείρα δηλώνει ότι κανένας αγώνας δεν ξεσπά όταν ο εργάτης ενστερνίζεται τις αστικές επιδιώξεις για μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα. Κανένας εργάτης δεν γίνεται κύριος της μοίρας του αν δεν ξεφύγει από τη βαθιά ριζωμένη κοινοβουλευτική λογική της ανάθεσης της υπεράσπισης των δικαιωμάτων του σε άλλους. Ακόμα και ένας αγώνας για τις υλικές υποδομές ενός σχολείου, ενός πάρκου καταδικάζεται εξαρχής, αν οι μετέχοντες θεωρούν τον εαυτό τους συνυπεύθυνο για τα χρέη του αστικού κράτους. Πολύ περισσότερο, κανένας εργάτης, φτωχός αγρότης, αυτοαπασχολούμενος δεν μπορεί να διαχωριστεί από τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις αν παραμένει δέσμιος του «κοινού εθνικού συμφέροντος».

Η αδυναμία ανάδειξης της εργατικής εξουσίας ως αντίπαλου δέους στην καπιταλιστική βαρβαρότητα αποτελεί τροχοπέδη στο ξεδίπλωμα αγώνων. Αυτή επιτρέπει στους αστούς πολιτικούς να μπορούν να διαχειρίζονται ακόμα τη λαϊκή δυσαρέσκεια και να παρουσιάζουν στοιχειώδεις κατακτήσεις της εργατικής τάξης τον προηγούμενο αιώνα ως αδιανόητες, τη στιγμή που τα επιτεύγματα επιστήμης και τεχνολογίας επιτρέπουν και επιβάλλουν πολύ περισσότερα.

Ολο και συχνότερα, η αδυναμία άρθρωσης μιας θετικής υπεράσπισης του καπιταλισμού (δείγμα της ολόπλευρης κρίσης του) καταλήγει στο ερώτημα: «είναι καλά όσα προτείνετε, αλλά πού εφαρμόζονται;».

Ετσι, είτε μιλήσουμε για μισθούς, συντάξεις, Κοινωνική Ασφάλιση, αγροτικό εισόδημα, είτε μιλήσουμε για φορολόγηση, παροχές Παιδείας και Υγείας, τον προσανατολισμό της έρευνας, τις εφαρμογές της τεχνολογίας, για τα δικαιώματα των νέων, των γυναικών και των μεταναστών, είτε μιλήσουμε για την καταστροφή του περιβάλλοντος, το ερώτημα επανέρχεται.

Κάθε διεκδίκηση, κάθε αγώνας αντικειμενικά καταλήγει με χίλια νήματα στο ζήτημα της εξουσίας και παραμένει μετέωρος χωρίς την προάσπιση της σοσιαλιστικής προοπτικής.

100 χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση οφείλουμε να κρατήσουμε ανοιχτό το δρόμο που χάραξε. Είναι αναγκαίο να τονίζουμε διαρκώς, παραφράζοντας τα λόγια του ποιητή, ότι την εποχή του ιμπεριαλισμού, ο σοσιαλισμός είναι η απάντηση, όποια και αν είναι η ερώτηση.

Κώστας Σκολαρίκος
Συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη της 12/2/2017, στα πλαίσια του Προσυνεδριακού Διαλόγου του 20ου Συνεδρίου του ΚΚΕ).

Δεν υπάρχουν σχόλια: