Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

Ζήκος, άξιο τέκνο της εργατικής τάξης

Στην πιο cult ταινία όλων των εποχών, εξυμνείται εμμέσως πλην σαφώς η εργατική τάξη και ο αδιάκοπος αγών της προς εκπλήρωσιν της ιστορικής της αποστολής. Ο Ζήκος είναι η αρχετυπική μορφή της ταξικής συνείδησης που ξυπνάει και θεριεύει, ασχέτως του χαμηλού επιπέδου. Εμποροϋπάλληλος, στον ιστορικό κλάδο των υπαλλήλων εμπορικών καταστημάτων, ο Ζήκος ζει, κοιμάται και τρώει στο μαγαζί.

Αχ ψαροπούλα!

Η πάλη των τάξεων και η ανειρήνευτη σχέση ανάμεσα σε εργοδότη κι εργαζόμενο αντικατοπτρίζεται πλέρια στα μπινελίκια εκατέρωθεν. Κάνουμε του κόσμου τις απεργίες, λέει, να πετύχουμε τα αιτήματά μας. Ποιος είναι αυτός ο ίκας, δεν τον πληρώνω εγώ τον ίκα. Μου λες συνέχεια θα αρρωστήσεις, πότε θα αρρωστήσω εγώ; (πάω στη γιατρέσσα τώρα).

Με επαναστατικό ένστικτο, ο Ζήκος αντιτίθεται αποφασιστικά στην εργοδοτική ασυδοσία παρά το μικρό του ανάστημα. Πρόσεξε καλά του λέει, άμα ξεδιπλωθώ θα γίνω ένα ενενήντα και σε παίρνει ο διάολος. Σου ρίχνω κουτουλιά στο ψωμοσάκκουλο. Παρ' όλ' αυτά, εργάζεται με συνείδηση και δεν επιθυμεί την καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων. Νοιάζεται δια την καλήν υγείαν των καταναλωτών και ιδιαίτερα των λαϊκών στρωμάτων. Αποτρέπει τα χαμηλά λαϊκά στρώματα από την κατανάλωση ληγμένων, δίνει τα καλύτερα σ' αυτούς.

Η ζωή, η σκληρή μοίρα του εργαζόμενου και οι μικροαστικές αυταπάτες των κοριτσιών τον έχουν καταδικάσει στην αγαμία. Οι κοπέλες τον κοροϊδεύουν και τροφοδοτούν τις φρούδες ελπίδες του, κοπέλες που μεγάλωσαν με το σύνδρομο της πριγκηπέσας: κλεισμένες στο δωμάτιό τους, περιμένουν να έρθει ο γαμπρός. Ο Ζήκος βεβαίως ευρίσκεται εις μίαν ηλικίαν κατα την οποίαν πάσα ένας, εις, τις άνδρας, οφείλει-να-φρο-ντι-ζει-για-το-μέ-λλον-του! Το αύριο, το παραμεθαύριο, όλα τα αύριο.

Πιλιστέρα μου, τσαπερδώνα μου, κουκουνάρα μου

Δεν ξέρει από σχήματα λόγου, αλλά κοφτερό μάτι (το καλό, το τσακίρικο, για τις μακρινές τις αποστάσεις), αντιλαμβάνεται το συνοικέσιο του αίσχους του πορνόγερου, του αφεντικού του και παίρνει αποφασιστικά θέση μαζί με το λαό, με τα πιτσιρίκια που θα πετάν ντομάτες και θα τον κράζουν για το ρεζιλίκι του. Πάντα ετοιμόλογος, με λεπτή αλλά κυρίως χοντρή ειρωνία, κριτικό πνεύμα, μορφωμένος και λογιστικά κατηρτισμένος, ο Ζήκος θα μπορούσε να μετατραπεί σε λαϊκό ηγέτη.

Εργοδοτική τρομοκρατία

Aν εγυρίζετο “της κακομοίρας the sequel”, ο Ζήκος θα ενεφανίζετο ως εκλεγμένος πρόεδρος του συνδικάτου των Εμποροϋπαλλήλων, μη σας πω και της ομοσπονδίας. Πρωτεργάτης στην οργάνωση των εργαζομένων, να κάνει του κόσμου τις απεργίες να πετύχει τα αιτήματα. Στην επερχόμενη επαναστάση θα ήταν ο Ροβεσπιέρος των Αθηνών, επανάσταση που πολλοί θεωρούν ότι κυοφορείται στις μέρες μας αλλά έχουν πλήρη μεσάνυχτα από μαιευτική. Φίλος της τέχνης και της μουσικής, τραγουδά με επαναστατική αισιοδοξία την φτώχια του και με μεγάλη δόση αυτοσαρκασμού, τεράστια αρετή δια μελλοντικούς επαναστάτες. 

Τάληρα μόνου έντικα, μι τις κρατήσεις δέκα
δεν φτάνουνι για πάρτη μου, κι θέλου κι γυναίκα

Το τέλος της ταινίας είναι εξόχως δραματικό, ως άσμα ηρωικόν και πένθιμο για την προσωρινή ήττα των εργατών από τους αυτοαπασχολούμενους, κοντούς βαρύμαγκες υδραυλικούς, αλλά και από τους ομορφονιούς ηλεκτρολόγους που προσελήφθησαν στη ΔΕΗ και προαλείφονται για μελλοντικοί φαφλατάδες εργατοπατέρες με βίλες και πλούτη. Άτιμη κενωνία.

Οργανωμένη βία κατά των εργατών

Ο Ζήκος, ως γνήσιος προλετάριος ξανασηκώνεται από τις στάχτες του. Ως μάστερ της τακτικής πιάνει αγκαζέ το αφεντικό του και φεύγουν ηττημένοι αμφότεροι στο ζήτημα της παντρειάς, αλλά η κίνηση αυτή δεν συμβολίζει την ταξική συνεργασία, μην ξεγελιέστε. Συμβολίζει την προσωρινή υποχώρηση, την φόρα που παίρνει ο εργάτης για την τελική επίθεση. Η οποία είναι θέμα timing. Ο Βλαδίμηρος λίγο πριν το τελικό σύνθημα της κατάληψης των ανακτόρων έλεγε “χτες πολύ νωρίς, αύριο πολύ αργά”. Με πιάνετε;

Ζει στις καρδιές μας με το γέλιο και την ειρωνία του
και εμπνέει τους αγώνες μας (χωρίς πλάκα)
Αλέξανδρος Δελάρζhttp://aleksandrosdelarge.blogspot.com

Κυριακή 22 Μαΐου 2011

Πιστοποίηση επαγγελματικής επάρκειας: επιτακτική ανάγκη η εφαρμογή της!



Τα τελευταία χρόνια το επάγγελμα του οικοδόμου οδηγήθηκε στην ανυποληψία με ταχύς ρυθμούς. Δεν εννοώ την προσφορά εργασίας που μειώνεται δραματικά, υπήρξαν περίοδοι ανεργίας και παλαιότερα. Βέβαια η οικονομική κρίση που βιώνουν όλοι οι εργαζόμενοι στη χώρα μας δεν έχει προηγούμενο. Τα αίτια της ανυποληψίας όμως δεν είναι οικονομικά.

Ας σκεφτούμε έναν κήπο με όμορφα ανθισμένα λουλούδια χωρίς περίφραξη. Οι περαστικοί θα τα θαυμάσουν, πολλοί όμως θα προχωρήσουν παραμέσα για να κόψουν μερικά, κάτι που δεν θα ήταν εφικτό αν υπήρχε ο φράχτης.

Ο χώρος της  οικοδομής όσον αφορά τις εμπειροτεχνικές ειδικότητες, μοιάζει με τον κήπο αυτό, δεν έχει κανόνες. Περιέχει λουλούδια και «λουλούδια». Ο καθένας από μας δηλώνει όποια ιδιότητα θέλει, αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας μια εργασία μη  έχοντας  μια στοιχειώδη  τεχνική κατάρτιση, πολλές φορές χωρίς τον κατάλληλο εξοπλισμό και συχνά χωρίς την παρουσία του επιβλέποντος μηχανικού.

Όλοι εμείς οι εμπειροτέχνες της οικοδομής, μάθαμε την τέχνη μας άλλος από τον πατέρα του, άλλος από ένα συγγενή του ή από κάποιον άλλο τεχνίτη, εμπειρικά. Δεν φοιτήσαμε σε μια σχολή, δεν περάσαμε από εξετάσεις να πάρουμε ένα «χαρτί» που να πιστοποιεί τι έμαθε ο καθένας και τι είναι ικανός να κάνει.

Ένας παράγοντας τεράστιας σημασίας για όσους εργαζόμαστε στην οικοδομή, που αφορά ουσιαστικά την επιβίωσή μας, είναι η κάθετη πτώση των αμοιβών μας. Μη βιαστεί να πει κάποιος ότι στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς αυτό είναι κανόνας. Στην περίπτωσή μας δεν υπάρχουν κανόνες. Ο ανταγωνισμός όχι μόνο δεν είναι υγιής αλλά ενίοτε γίνεται βρώμικος με χτυπήματα «κάτω απ ΄τη ζώνη».

Κι εξηγούμαι: εργάζεσαι πολλά χρόνια στο επάγγελμα με έναρξη επιτηδεύματος στην Εφορία, έχεις τον εξοπλισμό-εργαλεία σου, το επαγγελματικό σου αυτοκίνητο, πληρώνεις τους φόρους σου και ένα σωρό έξοδα (για τη δουλειά πάντα) και καλείσαι να δώσεις οικονομική προσφορά για να αναλάβεις μια φάση εργασιών σε μια οικοδομή.

Δίνεις την προσφορά σου, επιμένεις να δείξεις στον υποψήφιο πελάτη προηγούμενη δουλειά σου και πολλές φορές η απάντηση είναι «ξέρεις, έχω μια κατά πολύ φθηνότερη τιμή από κάποιον κύριο τάδε». Προσπαθούμε πολλές φορές να αποδείξουμε πως δεν πετάει ο γάιδαρος και με επιχειρήματα να πούμε πως κάποιο «λάκκο έχει η φάβα».

Σύνηθες φαινόμενο, πολλοί «συνάδελφοι» να δελεάζουν με μια ακόμα και κάτω του κόστους οικονομική προσφορά ( για να «τρουπώσουν» που έλεγε σε μια παλιά ταινία ο Βουτσάς ) και στη συνέχεια να δημιουργούν ένα σωρό προβλήματα. Σε προηγούμενη επικοινωνία μας ανέφερα μερικά από αυτά.

Στο σημείο αυτό θέλω να σημειώσω την απουσία του συνδικαλιστικού μας φορέα από τα θέματα αυτά. Πεποίθησή μου είναι πως το Συνδικάτο θα έπρεπε να σκύψει πάνω στα προβλήματα αυτά, να πάρει θέση και να προτείνει στην πολιτεία λύσεις.

Όλα τα παραπάνω προβλήματα λοιπόν έχουν την ίδια γενεσιουργό αιτία: την έλλειψη σωστής επαγγελματικής κατάρτισης και φυσικά την  έλλειψη πιστοποίησής της. Η απουσία της επίσημης πολιτείας είναι (και εδώ) εκκωφαντική! Ενώ στην διαδικασία παραγωγής των οικοδομικών υλικών υπάρχει κάποιος έλεγχος και πιστοποίησή τους από αρμόδιους φορείς, στην παροχή υπηρεσιών…

Αν εξαιρέσουμε τον έλεγχο του οπλισμού της οικοδομής πριν τη σκυροδέτηση, στις άλλες ειδικότητες καλείται ο θεός να βάλει το χέρι του. Δεν υπάρχει θεσμοθετημένος έλεγχος και σε συνδυασμό με την έλλειψη πολλές φορές επίβλεψης του μηχανικού, το τεχνικό αποτέλεσμα δεν είναι το επιθυμητό.

Η λύση λοιπόν είναι μία: δημιουργία σχολής υποχρεωτικής φοίτησης από όποιον θέλει να εργαστεί ή αναλάβει τεχνικό έργο στην οικοδομή ( απλοί τεχνίτες ή υπεργολάβοι ). Εξειδίκευση του βοηθού εργάτη. Πιστοποίηση κάθε εμπλεκόμενου με κάρτα εργασίας – άδεια εξάσκησης επαγγέλματος.

Αυστηροί έλεγχοι στους χώρους δουλειάς με επιβολή κυρώσεων στους παραβάτες ιδιοκτήτες ή κατασκευαστές που θα αναθέτουν τεχνικές εργασίες σε ανειδίκευτους πια εργαζόμενους. Εννοείται πως κυρώσεις θα υφίστανται και οι «συνάδελφοι» χωρίς την απαραίτητη πιστοποίηση. 

Αλλά γιατί η πιστοποίηση είναι αναγκαία; Η καθιέρωση και εφαρμογή της έγινε πρακτική σε όλες τις λεγόμενες προηγμένες χώρες. Η πιστοποίηση θα αναβαθμίσει το επάγγελμα του οικοδόμου και τον ίδιο τον επαγγελματία. Θα μπορούμε εύκολα να αξιολογηθούμε από τον υποψήφιο εργοδότη μας καθώς και να του αποδείξουμε τις γνώσεις  και τι μπορεί να προσφέρει ο καθένας στον τομέα του.

Θα ωφεληθεί ο ιδιοκτήτης ή κατασκευαστής ενός οικοδομικού έργου όταν θα ξέρει πως οι συνεργάτες του οικοδόμοι έχουν διασφαλισμένο ένα ελάχιστο επίπεδο ποιότητας στις παρεχόμενες υπηρεσίες τους. Θα οικοδομηθεί η εμπιστοσύνη μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Θα μείνουν στο χώρο της οικοδομής οι πιο άξιοι συνάδελφοι που ασφυκτιούν σήμερα από τη συμπεριφορά πολλών κακών «συναδέλφων» και κάθε λογής απατεώνων.

Με την καθιέρωση της πιστοποίησης : θα εξασφαλίζαμε ποιοτικά καλύτερες κατασκευές,  το κράτος θα ωφελούνταν οικονομικά (φορολογία) και θα δεχόταν τεράστιο πλήγμα η λεγόμενη μαύρη εργασία. Επίσης οι συνεπείς εργαζόμενοι στην οικοδομή θα εξασφαλίζαμε ένα αξιοπρεπές επίπεδο αμοιβών και ημερομισθίων, αφού θα έμπαινε φρένο στον απίστευτο «μειοδοτικό διαγωνισμό» χωρίς κανόνες, που υποχρεωτικά προσπαθούμε να συμμετέχουμε μαζί με  δήθεν συναδέλφους.

Ένα φως φάνηκε στο βάθος του τούνελ όταν η εφημερίδα ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ στις 22 Αυγούστου 2010, δημοσιεύει άρθρο του κ. Δημήτρη Μαρκόπουλου με τίτλο «Αλλάζουν όλα για εκατοντάδες επαγγέλματα» σύμφωνα με το οποίο, την επόμενη εβδομάδα από τη δημοσίευση του άρθρου θα δινόταν στη δημοσιότητα σχέδιο νόμου «για τη Δια Βίου Μάθηση και την τεκμηρίωση των επαγγελματικών προσόντων».

Όπως αναφέρει το άρθρο: «ξεκάθαρος στόχος της υπουργού Παιδείας και Δια Βίου Μάθησης κυρίας Άννας Διαμαντοπούλου είναι η χώρα μας να ευθυγραμμιστεί με το διεθνές πλαίσιο αναγνώρισης προσόντων, το EQF». Στη συνέχεια: «Η Ελλάδα δεν μπορεί να πέφτει θύμα του κάθε ανοργάνωτου και μη διασφαλισμένου επαγγελματία. Θα πρέπει να υπάρξει κατοχύρωση σε όλα τα επίπεδα, τονίζουν αρμόδιες πηγές» (του ίδιου υπουργείου). Και καταλήγει: «Το όλο πρόγραμμα θα υλοποιηθεί μέχρι και τις 31/6/2011».

Στις 21/10/2010 δημοσιεύθηκε στο φύλλο 163 της Εφημερίδας της Κυβέρνησης, ο νόμος 3879 με τίτλο «Ανάπτυξη της δια βίου μάθησης και λοιπές διατάξεις».

Στην Ελλάδα ζούμε. Θα περιμένουμε.

Σάββατο 21 Μαΐου 2011

Γιώργος Κοτζιούλας, ο ποιητής του λαού και της φτωχολογιάς


Γ.Κοτζιούλας (1909-1956)

Ο ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας γεννήθηκε το 1909, στο χωριό των Τζουμέρκων Πλατανούσα, του νομού Άρτας. Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες και με πολλούς κόπους και θυσίες κατόρθωσαν να τον βοηθήσουν να τελειώσει το Γυμνάσιο της Άρτας. Κατεβαίνει στην Αθήνα το 1927 και σπουδάζει στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου από όπου παίρνει πτυχίο φιλολογίας.

Παράλληλα με τις σπουδές του είναι αναγκασμένος να δουλεύει για να τα βγάλει πέρα. Από τις πολλές στερήσεις προσβάλλεται από φυματίωση και νοσηλεύεται στο σανατόριο της Πάρνηθας. Η πρώτη περίοδος της Γερμανικής κατοχής τον βρίσκει στην Αθήνα και αργότερα στο χωριό του όπου και εντάσσεται στις γραμμές του ΕΑΜ. Στη συνέχεια ένοπλος στον ΕΛΑΣ πολεμά τον Γερμανό κατακτητή.

Στο βουνό ιδρύει το θεατρικό θίασο «Λαϊκή Σκηνή» και περιοδεύει στις ελεύθερες περιοχές της Ηπείρου. Στα τέλη του 1945 κατεβαίνει στην Αθήνα για να εργαστεί ως διορθωτής και μεταφραστής. Παράλληλα δημιουργεί οικογένεια. Πεθαίνει τον Αύγουστο του 1956 στην Αθήνα. Ήταν πολυγραφότατος. Εξέδωσε ποιητικές συλλογές και πεζά, καθώς και πολλές μεταφράσεις. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του είναι ανέκδοτο και έχει παραχωρηθεί στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

Σε όλη του τη ζωή ένοιωσε στο πετσί του τη φτώχεια, τις στερήσεις και τον κατατρεγμό. Αυτό τον έκανε να στραφεί δίπλα στον απλό φτωχό άνθρωπο του μόχθου να τον εκφράσει μέσα από το έργο του αλλά και να του δώσει κουράγιο και αισιοδοξία για ένα καλύτερο μέλλον.

Σαν φόρο τιμής στον παραγνωρισμένο αυτόν ποιητή του λαού και της φτωχολογιάς, σας παρουσιάζω δύο ποιήματά του γραμμένα για τους ανθρώπους της οικοδομής:

Το μαστορόπουλο

Τον πήραν τον Κολιό
τον πήραν οι μαστόροι
παιδί από το σκολειό
να μάθει πηλοφόρι.


Καρδιά πονετική
τον ξέβγαλε με κλάμα:
«Τετράδη Κυριακή,
θα καρτερώ για γράμμα».


Δε σώνει άλλο να ιδεί,
παιδεύεται το μάτι:
κρατούσε ένα ραβδί,
το στρώμα του στην πλάτη.

Μας έφυγε ο Κολιός
κι είχε μια τέτοια λύπη!
θα ’ναι όλοι δω τ' Άη-Λιος
και μόνο αυτός θα λείπει.

(από τη συλλογή «Σιγανή φωτιά», 1938)


Οικοδόμοι

Εμπρός  για  τη   δουλιά,
μ’ αξίνες με λοστάρια.
Γκρεμίστε τα παλιά,
να  πέσουν  τα ντουβάρια!

Κι αν είμαστε φτωχοί,
βαστούν τα χέρια, οι πλάτες.
Ριχτήτε απ’ την αρχή
στο έργο σας, αργάτες!

Τα κάψαν μια φορά,
τα χτίζουμε και πάλι.
Βοηθήστε με χαρά,
τρέξτε μικροί, μεγάλοι.

Δεν ήταν για καιρό,
δεν άντεχαν οι στύλοι.
Σε θέμελο γερό
ξαναστεριώστε, φίλοι

Το σπίτι θα στηθεί
καλύτερο από πρώτα.
Μην κάθεστε  όλοι ορθοί,
σφουγγίστε τον ιδρώτα.

Λάσπη  ένας κουβαλά
κι ο άλλος πέτρα ας φέρει.
Καρφώστε το ψηλά, 
συντρόφοι,  το μαδέρι!

Δε βλέπει προκοπή
που στέκει κι απαντέχει.
Φτάσαμε στη σκεπή,
τώρα ας χιονίζει, ας  βρέχει!

Σε κάμαρη  φαρδιά
θα κατοικήσεις φέτο.
Με γεια σου, με παιδιά
κι αγγόνια γέμισέ το!

Ό,τι ποθεί ό εχτρός, 
α, δε θα ξαναγίνει.
Πάει, άλλαξε ο καιρός,
θα βασιλέψει ειρήνη!

Καρβέλια  με νερό 
και γίνηκε το θάμα.
Μπρος τώρα ένα χορό
να σύρουμε όλοι αντάμα!

(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» το 1945) 


Το "Οικοδόμοι" το βρήκα εδώ:: http://www.sarantakos.com/

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Τοιχοποιία: είδη, διαστάσεις κλπ. (Α΄ μέρος)

Τα επιστημονικά βιβλία ορίζουν ως τοιχοποιία «τα πλήρη κατακόρυφα στοιχεία μιας οικοδομής». Λιθοδομές (από φυσική πέτρα), πλινθοδομές (από τεχνητούς λίθους), οπτοπλινθοδομές (από ψημένα τούβλα) και χυτές ( π.χ. από οπλισμένο σκυρόδεμα), χαρακτηρίζονται σταθερές, μόνιμες τοιχοποιίες. Υπάρχουν κι άλλα είδη όπως μεταλλικές, ξύλινες, γύψινες κλπ., που αποτελούν τις κινητές τοιχοποιίες. 

Χυτή τοιχοποιία (από οπλισμένο σκυρόδεμα).

Με την εμφάνιση του ανθρώπου στη γη γεννήθηκε και η ανάγκη για τη στέγασή του. Οι σπηλιές ήταν η πρώτη κατοικία και του την προσέφερε η φύση. Όταν αυτές έπαψαν να εξυπηρετούν τις ανάγκες του, ο άνθρωπος αναγκάστηκε να κατασκευάσει ο ίδιος την κατοικία του. Σύμφωνα με τις πηγές η πρώτη αυτή κατοικία κατασκευάστηκε από κορμούς δέντρων και κλαδιά πλεγμένα μεταξύ τους και έκανε την εμφάνισή της στην Παλαιολιθική εποχή. Αργότερα έφτιαξε λάσπη και κάλυψε τα κλαδιά δημιουργώντας την πρώτη μόνωση.

Θα ανοίξω στο σημείο αυτό μια παρένθεση για να πω πως εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια μετά συναντούμε αυτό το είδος τοιχοποιίας, εξελιγμένο βέβαια,  σε περιοχές της Ελλάδας (Ήπειρος). Χρησιμοποιούνταν συνήθως στους εσωτερικούς τοίχους.

Πλινθοδομή από συμπαγή τούβλα, στην πόλη της Κέρκυρας.

Το 1980 αναγκαστήκαμε να κατεδαφίσουμε το παραδοσιακό πατρικό σπίτι στο χωριό λόγω της διαπλάτυνσης του δρόμου. Το σπίτι αυτό έχτισε ο παππούς με τα χέρια του αφού επέλεξε, «έκοψε» και πελέκησε τα αγκωνάρια και τις πέτρες του κομμάτι-κομμάτι, το 1957.

Οι εσωτερικοί τοίχοι είχαν τη μορφή «σάντουιτς»: ήταν κατασκευασμένοι από ξύλινο σκελετό, είχαν από τις δύο πλευρές τους καρφωμένα πηχάκια από ξυλεία του χωριού (έλατο) και στο κέντρο τους ήταν τοποθετημένα κλαδιά από ρείκι, θάμνο που ευδοκιμεί στην περιοχή. Ο τοίχος αυτός ήταν σοβατισμένος με ασβεστοκονίαμα, προσέφερε πολύ καλή ηχομόνωση και λεγόταν «τσατμάς». Κλείνω την παρένθεση.

Τσατμάς στην Πυρσόγιαννη Ιωαννίνων
(φωτογραφία από Διαδίκτυο)

Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι της Ιστορίας και εξελισσόμενος ο άνθρωπος, άρχισε να κτίζει. Το μόνο υλικό που υπήρχε στη φύση και μπορούσε να κτιστεί ήταν η πέτρα (λιθοδομές). Στην αρχή την έκτισε τοποθετώντας τα κομμάτια της χωρίς λάσπη (ξερολιθιά) και στη συνέχεια τα συνέδεσε με λάσπη και έκανε την τοιχοποιία πιο γερή.

Ξερολιθιά στην Κυψέλη Άρτας ( "στο πλάι").

Με την πάροδο του χρόνου κατασκεύασε πλίνθους από πηλό, αρχικά χειροποίητους και μετά με τη χρήση καλουπιών. Οι τοιχοποιίες από πλίνθους λέγονται πλινθοδομές. Μετά έψησε τους πλίνθους για να τους κάνει πιο ανθεκτικούς στα καιρικά φαινόμενα (οπτοπλινθοδομές). Οι πλινθοδομές καθιερώθηκαν κατά τον 20ο αιώνα. Η κατασκευή τους ήταν πιο ευέλικτη άρα και οικονομικότερη της λιθοδομής (πέτρα).

Λιθοδομή στην Κυψέλη Άρτας

Δύο είναι οι κύριες κατηγορίες τοιχοποιίας ανάλογα με τις καταπονήσεις που υφίστανται: η τοιχοποιία πληρώσεως, όταν υπάρχει «φέρων οργανισμός» σε μια οικοδομή, δηλαδή ο σκελετός από μπετόν. Η τοιχοποιία σ΄αυτή την περίπτωση «πληρώνει», καλύπτει τα κενά του φέροντος οργανισμού (πχ ανάμεσα στις κολώνες). Η άλλη κατηγορία είναι οι φέρουσες τοιχοποιίες. Πάνω τους στηρίζονται άλλα δομικά στοιχεία όπως πλάκα από μπετόν ή στέγη.

Φέρουσα τοιχοποιία πάνω στην οποία στηρίζεται κεραμοσκεπή.

Σήμερα θα ασχοληθούμε με τις πλινθοδομές και πιο ειδικά με τις οπτοπλινθοδομές. Πιο πάνω αναφέραμε πως ο άνθρωπος από ανάγκη για κατασκευή πιο ευέλικτης και οικονομικής κατοικίας ανακάλυψε τους πλίνθους και στη συνέχεια τους οπτόπλινθους (τούβλα). Η τεχνολογική εξέλιξη του επέτρεψε να τυποποιήσει την παραγωγή τους, προσθέτοντάς τους πολλά πλεονεκτήματα απέναντι στην πέτρα. Χαμηλότερο κόστος παραγωγής στο εργοστάσιο, συγκεκριμένες διαστάσεις και ομοιομορφία, που δίνουν στον τεχνίτη-κτίστη «ευκολίες» στην κατασκευή τοιχοποιίας (περισσότερα μέτρα) και φυσικά πολλές επιλογές στον σχεδιασμό της οικοδομής από τον αρχιτέκτονα.

Εργάτριες στα μέσα του 20ου αιώνα σε εργοστάσιο
παραγωγής τούβλων στο Λονδίνο.
(Φωτογραφία και λεζάντα από εφημερίδα Ριζοσπάστης)

Τα πρώτα τούβλα ήταν συμπαγή άρα είχαν και μεγαλύτερο βάρος. Από τη μια πλευρά τους είχαν λεία επιφάνεια και από την άλλη μια μικρή λακκούβα για να δένει καλύτερα το τούβλο με τη λάσπη. Η πιο συνηθισμένη τους διάσταση: 21χ10χ4 εκατοστά. 

Χειροποίητα συμπαγή τούβλα (k-ceramica).

Η ανάγκη για μικρότερο βάρος οδηγεί στα διάτρητα τούβλα, αυτά με τα οποία κτίζουμε σήμερα τη συντριπτική πλειονότητα των οικοδομών. Οι τρύπες παρέχουν και κάποιες μονωτικές ιδιότητες. Επίσης χρησιμεύουν στο να προσφύεται καλύτερα η λάσπη και να γίνεται πιο ισχυρή η τοιχοποιία.  Οι ονομασίες και οι διαστάσεις των πιο διαδεδομένων τούβλων που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά είναι:                                  

Μικρά τούβλα (εξάοπα) με διαστάσεις 6x9x19 εκατοστά

Τούβλο  μικρό 6χ9χ19 εκ. (Χαλκίς Α.Ε)

Μικρά τούβλα (εννιάοπα) με διαστάσεις 9χ9χ19 εκατοστά

Τούβλο μικρό 9χ9χ19 εκ. (Χαλκίς Α.Ε.)

Εναμισάρια (οκτάοπα) με διαστάσεις 6χ12χ19 εκατοστά


Τούβλο εναμισάρι 6Χ12Χ19 εκ. (Χαλκίς Α.Ε.)


Μεγάλα τούβλα (δωδεκάοπα) με διαστάσεις 9χ12χ19 εκατοστά

Τούβλο μεγάλο 9χ12χ19 εκ. (Χαλκίς Α.Ε.)

Τουβλίνες ή τουβλέτες  με διαστάσεις 15Χ18Χ32, 18Χ18Χ32 κ.α.

Τουβλίνα ή τουβλέτα 18χ18χ32 εκ. (Χαλκίς Α.Ε.)

Οι τοιχοποιίες αναλόγως με τα τούβλα και με  τον τρόπο που κτίζονται, χωρίζονται στις κατηγορίες:

ΟΡΘΟΔΡΟΜΙΚΗ είναι η τοιχοποιία στην οποία ο τοίχος έχει πάχος 6 εκατοστά. Παλαιότερα χρησιμοποιούνταν στην κατασκευή τοίχων που δέχονταν συρόμενα (χωνευτά) κουφώματα, για εξοικονόμηση λίγων εκατοστών στο πάχος του τοίχου. Σήμερα για λόγους στατικότητας δεν χρησιμοποιείται.

ΔΡΟΜΙΚΗ (πάχους 9 εκατοστών) είναι η τοιχοποιία που χρησιμοποιούμε για την κατασκευή των εσωτερικών χωρισμάτων. Επίσης κτίζοντας δύο δρομικούς τοίχους και τοποθετώντας ανάμεσά τους θερμομονωτικό υλικό, κατασκευάζουμε τους εξωτερικούς τοίχους μιας οικοδομής.

Δρομική τοιχοποιία (πάχους 9 εκ.)

ΔΡΟΜΙΚΗ (πάχους 12 εκατοστών): αλλάζει μόνο το πάχος του τοίχου με αποτέλεσμα να γίνεται πιο ισχυρός, κατά τα άλλα ίδια χρήση με τη δρομική των 9 εκατοστών.

Δρομική τοιχοποιία (πάχους 12 εκ.)

ΜΠΑΤΙΚΗ  είναι η τοιχοποιία στην οποία ο τοίχος έχει πάχος όσο το μήκος του τούβλου, 19εκατοστά. Παλαιότερα υπήρχαν διάφοροι τρόποι κτισίματός της. Σήμερα έχει επικρατήσει αυτός με την ονομασία «ντάμα», γιατί η εμφάνιση του τοίχου θυμίζει το ταμπλό πάνω στο οποίο παίζεται το ομώνυμο παιχνίδι. Η φέρουσα τοιχοποιία κατασκευάζεται υποχρεωτικά από μπατικούς ή υπερμπατικούς τοίχους.

Μπατική τοιχοποιία (πάχους 19 εκ.), τύπου "ντάμα".

ΥΠΕΡΜΠΑΤΙΚΗ είναι η τοιχοποιία στην οποία ο τοίχος έχει πάχος όσο ένας δρομικός και ένας μπατικός μαζί, δηλαδή 29 εκατοστά και δεν χρησιμοποιείται πολύ σήμερα παρά μόνο σε περιπτώσεις φέρουσας τοιχοποιίας.

Παραλλαγή (χωρίς δεσίματα) υπερμπατικής τοιχοποιίας (πάχους 29 εκ.)

ΨΑΘΩΤΗ (πάχος 19 εκατοστά)  είναι η τοιχοποιία με διάκενο στο εσωτερικό της. Κτίζεται από δύο σειρές μικρά τούβλα (εξάοπα) όρθια, ανά διαστήματα δεμένα μεταξύ τους με τούβλα κάθετα (κλειδιά). Είναι  εξωτερική τοιχοποιία και παρείχε μια μόνωση στην οικοδομή εξαιτίας του διάκενου ανάμεσα στα τούβλα. Αυτό το είδος τοιχοποιίας θεωρείται σήμερα ξεπερασμένο (καταργήθηκε όταν εμφανίστηκαν και άρχισαν να χρησιμοποιούνται τα θερμομονωτικά υλικά).

Σ΄ αυτό το σημείωμα έγινε μια αναφορά στα είδη τοιχοποιίας, σε πέτρες, τούβλα, διαστάσεις κλπ. Όλα άψυχα αντικείμενα. Θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην αναφερθεί ο παράγοντας άνθρωπος. Ο εργάτης που θα κουραστεί για να μεταφέρει τα υλικά, να φτιάξει τη λάσπη και φυσικά ο μάστορας. Ο τεχνίτης κτίστης που θα συνδέσει όλα αυτά τα άψυχα υλικά και θα τους δώσει υπόσταση, προσθέτοντας ιδρώτα και μεράκι, ένα κομμάτι της ψυχής του. 

ΔΕΙΤΕ το Β΄ μέρος εδώ:http://e-oikodomos.blogspot.gr/2011/08/blog-post_08.html


Επισκεφτείτε την ΑΡΧΙΚΗ σελίδα και δείτε τη λίστα με όλες τις αναρτήσεις τεχνικού-κατασκευαστικού περιεχομένου.

Σάββατο 14 Μαΐου 2011

Στην πιάτσα των κτιστών

Οι οικοδόμοι της Αθήνας είχαν ανέκαθεν ως σημεία συνάντησης, τις λεγόμενες «πιάτσες»,  συνήθως καφενεία πέριξ της πλατείας Ομονοίας. Η κάθε ειδικότητα είχε  τη δική της πιάτσα. Εκεί πολύ νωρίς το πρωί, πριν χαράξει η μέρα μαζεύονταν οι μάστορες και οι εργάτες. Άλλοι για να πιούν ένα καφέ και να δουν δυο φίλους πριν κινήσουν για το μεροκάματο, άλλοι για να βρουν το μεροκάματο. Από την πιάτσα θα περάσουν ο εργολάβος, ο ιδιοκτήτης ή ο εργοδηγός, όλοι για τον ίδιο λόγο. Εδώ θα βρουν τεχνίτες  και εργάτες να δουλέψουν στο γιαπί.

Στα τέλη της δεκαετίας του ΄70 και αρχές του ΄80 οι μπετατζήδες είχαν για πιάτσα το καφενείο «η συνάντηση» στην πλατεία Κοτζιά. Οι σιδεράδες σύχναζαν στον «Μεγαλέξανδρο»,στην γωνία της οδού Πειραιώς, στην Ομόνοια.

Οι σοβατζήδες στο «Αθήναιον», «που συχνάζουν άντρες της σκληρής δουλειάς και της σκληρής ζωής, από τα ξημερώματα…»* επίσης στην πλατεία Ομονοίας. Οι μπογιατζήδες μαζευόντουσαν στην οδό Βερανζέρου. Οι μωσαϊκοί-μαρμαράδες στο υπόγειο καφενείο της οδού Αιόλου στα Χαυτεία δίπλα στο ταχυδρομείο.

Παράλληλα σαν πιάτσες μικρότερου βεληνεκούς λειτουργούν κι άλλα καφενεία: «το στέμμα» στην οδό Σατωβριάνδου, «η Πίνδος» και «η Ζίτσα» στην οδό Βερανζέρου και άλλα, όλα γύρω από την πλατεία Ομονοίας.

Στη γωνία της οδού Δώρου επί της πλατείας Ομονοίας, στο ισόγειο του ξενοδοχείου «Κάρλτον», βρισκόταν από το 1920 το ιστορικό καφενείο «ΝΕΟΝ». Εδώ είναι η πιάτσα των κτιστών.


«Πρόσοψη του καφενείου «Νέον» της πλατείας Ομονοίας.
(Φωτογραφία της δεκαετίας του ΄20)».

Φωτογραφία και λεζάντα από το βιβλίο του Γιάννη Παπακώστα: «Φιλολογικά σαλόνια και καφενεία της Αθήνας», δεύτερη έκδοση, εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», 1991


Ήμουν δεκατριών όταν ο πατέρας μου με πήγε εκεί για πρώτη φορά. Μέσα στη νύχτα περπατήσαμε τη διαδρομή από το τέρμα του λεωφορείου στην πλατεία Βάθη μέχρι την Ομόνοια. Πεντέμισι το πρωί και οι δρόμοι ήταν άδειοι. Ώσπου φτάσαμε στην πλατεία. Κόσμος πολύς συγκεντρωμένος έξω από το «Νέον», μια παραφωνία σε σύγκριση με την ερημιά της διαδρομής. Ο πατέρας μου χαιρέτησε πολλούς συναδέλφους του μέχρι να φτάσουμε στην είσοδο του καφενείου.

Φάνταζε τεράστιο στα μάτια μου. Αχανές. Μου έκαναν εντύπωση το βουητό από τις φωνές του κόσμου που ήταν σαν από μελίσσι και τα αμέτρητα, ασφυκτικά γεμάτα μαρμάρινα τραπέζια μολονότι η ώρα δεν ήταν ούτε έξι. Οι τοίχοι από λαδομπογιά που είχαν κιτρινίσει με το πέρασμα του χρόνου, καλύπτονταν σε διάφορα σημεία από μεγάλους καθρέφτες και τα ταβάνια του στέκονταν πολύ ψηλά γεμάτα ανάγλυφες παραστάσεις. Ένας μεγάλος θορυβώδης ανεμιστήρας ανάμεσα στη τζαμαρία προσπαθούσε να διώξει τον καπνό από τα τσιγάρα των θαμώνων.

Θαμώνες στο καφενείο "Νέον" στην Ομόνοια.
Φωτογραφία του Ανδρέα Μπέλια από το βιβλίο του Γ.Ιωάννου,
Ομόνοια 1980, εκδόσεις Κέδρος, 1987

Οι σερβιτόροι κρατώντας τις βαριές παραμάνες**, σέρβιραν με νευρικές κινήσεις τους βιαστικούς οικοδόμους. Είχαν τους καφέδες (ελληνικούς) έτοιμους κατά δεκάδες και άδειαζαν τους δίσκους, ρωτώντας για τη ζάχαρη, εν ριπή οφθαλμού. Ήξεραν πως οι πελάτες τους δεν είχαν πολύ χρόνο για χάσιμο. Έναν καφέ στα γρήγορα και στο δρόμο για το γιαπί. Οι λιγότερο «ψύχραιμοι» έπαιρναν ένα κονιάκ ή μια μπύρα.

Με τον καιρό κατάλαβα ότι οι σερβιτόροι ήταν συνήθως οι ίδιοι, γνώριζαν τους περισσότερους οικοδόμους με τα μικρά τους ονόματα και ακουμπούσαν τον καφέ και το νερό στο τραπέζι χωρίς πολλά-πολλά (καλημέρα Χρήστο). Επίσης πολλοί οικοδόμοι είχαν το «δικό τους» τραπέζι και τους έβλεπες σχεδόν πάντα εκεί.

Όλη αυτή η κίνηση δεν κρατούσε παραπάνω από μία ώρα. Όταν το ρολόι έδειχνε εξήμιση η τεράστια αίθουσα του «Νέον» άδειαζε από τον πολύ κόσμο. Αυτοί που έμεναν πίσω ήταν όσοι δεν βρήκαν μεροκάματο και δεν είχαν λόγο να βιαστούν να γυρίσουν στο σπίτι ή άλλοι θαμώνες άσχετοι με την οικοδομή.

Απέναντι από το «Νέον» υπάρχει η στοά Πιγκουίνου που συνδέει την πλατεία Ομονοίας (από την οδό Δώρου) με την Πατησίων. Μέσα στη στοά, ανεβαίνοντας τη σκάλα ενός κτιρίου, υπήρχε το «πατάρι», ένα μικρό καφενεδάκι, από αυτά που υπήρχαν στον ημιώροφο πολλών πολυκατοικιών της Αθήνας, που συγκέντρωνε επίσης οικοδόμους-κτίστες. Στο πατάρι μπορούσαν οι συνάδελφοι ν’ αφήνουν για φύλαξη τις βαριές τσάντες με τα εργαλεία τους.


Γιάννη Τσαρούχη: Καφενείο το "Νέον" (νύχτα) 1965-1966

Ειδικά αυτοί που δεν είχαν δικό τους μεταφορικό μέσο και δεν εύρισκαν δουλειά, άφηναν την τσάντα τους, αφού και την επόμενη μέρα πάλι στην πιάτσα θα κατέβαιναν. Ο μικρός του καφενείου συγκέντρωνε πολλές τσάντες σε μια γωνιά του μαγαζιού και καρφίτσωνε πάνω τους χαρτάκια με το όνομα του κάθε οικοδόμου. Τσάντες άφηναν οι κτίστες και στο «Νέον».

Η φύλαξη όμως (και στα δύο καφενεία) ήταν υποτυπώδης και ελλιπής. Πολλές φορές χάνονταν τσάντες ή εργαλεία μέσα από αυτές και πως να διαμαρτυρηθεί ο συνάδελφος όταν το καφενείο εξυπηρέτηση του έκανε και μάλιστα δωρεάν. Έτσι το 1977-78 το Σωματείο Κτιστών Αθηνών πήρε απόφαση και νοίκιασε μια αποθήκη στο υπόγειο του κτιρίου που βρισκόταν το «πατάρι».

 Ένας συνταξιούχος κτίστης ανέλαβε αποθηκάριος και η φύλαξη πια γινόταν υπεύθυνα και με ασφάλεια. Εκεί οι οικοδόμοι άφηναν τις τσάντες τους έναντι ενός συμβολικού αντιτίμου πέντε δραχμών, για να βγαίνουν και τα έξοδα του ενοικίου και του φύλακα. Αυτή η αποθήκη λειτούργησε για περίπου δύο χρόνια.

Μέσα στη στοά Πιγκουίνου  υπήρχαν μεταξύ άλλων δύο τυροπιτάδικα, το ένα εκ των οποίων φημίζονταν για τη μπουγάτσα Θεσσαλονίκης. Ήταν ένα ισχυρό «κίνητρο» πριν πας στη δουλειά, να περάσεις χαράματα απ’ την πιάτσα και ν’ απολαύσεις μια γλυκιά αχνιστή μπουγάτσα από τα χέρια του κ. Στέφανου, μάστορα του μαγαζιού.

Έξω από το "Νέον". Δεξιά διακρίνεται η στοά Πιγκουίνου.
Φωτογραφία του Ανδρέα Μπέλια,
από το βιβλίο του Γ.Ιωάννου Ομόνοια 1980,
Εκδόσεις Κέδρος, 1987

Συνήθως αυτοί που ήταν μέσα στο «Νέον», ήταν αυτοί που είχαν εξασφαλίσει δουλειά. Ερχόντουσαν όμως κάθε μέρα για να μην ξεκόψουν από την πιάτσα. Όσοι στέκονταν έξω από το καφενείο (και ήταν πολλές φορές εκατοντάδες) ήταν αυτοί που αναζητούσαν το μεροκάματο. Οι περισσότεροι στέκονταν όρθιοι, μοναχικοί ή σε «πηγαδάκια» έχοντας την πάνινη τετράγωνη τσάντα με τα εργαλεία μπρος στα πόδια τους. Άλλοι ήταν καθιστοί στα παρτέρια της πλατείας και κάπνιζαν ή έτρωγαν μια ζεστή τυρόπιτα.

Όλοι όμως ήταν σε «επιφυλακή» και κάλυπταν με το βλέμμα τους κάθε σπιθαμή της πλατείας, κάθε σημείο από το οποίο θα μπορούσε να φτάσει ο εργολάβος. Όπως ο κυνηγός στήνει καρτέρι στο θήραμά του. Μόνο που εδώ οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί. Ο εργολάβος είχε το πάνω χέρι και την ευχέρεια της επιλογής.

 Μπορούσε κανείς να διακρίνει έναν εκνευρισμό, μια αγωνία στην προσμονή αυτών των ανθρώπων. Όταν κατέφθανε ο εργολάβος που αναζητούσε «χέρια», σχηματιζόταν γύρω του ένα σμάρι από άντρες που σπρώχνονταν για να φανούν καλύτερα.  

Αυτός, αν δεν είχε κάποιον γνωστό του στην πιάτσα να του υποδείξει (πάρε αυτόν!), «σάρωνε» με το βλέμμα του τον κάθε υποψήφιο από την κορυφή ως τα νύχια. Έπρεπε να διαλέξει τον καλύτερο, τον πιο δυνατό. Κι ύστερα να τα βρουν στο μεροκάματο (λοιπόν, πόσο πάει;). Ήταν ένα ελεύθερο παζάρι που γινόταν ανάμεσα σε αυτόν που πουλά την τέχνη ή τη δύναμή του και σ’ αυτόν που πληρώνει.

Η πλατεία Ομονοίας τη δεκαετία του ΄60.
Καρτ-ποστάλ εποχής

 Ένα παζάρι που είχε όμως έναν άγραφο κανόνα. Να’ χεις καλό όνομα στην πιάτσα, να σε ξέρουν. Να είσαι δουλευτής, τίμιος και μπεσαλής. Αν δεν τηρούσες αυτές τις προδιαγραφές, εύκολα γινόσουν το «μαύρο πρόβατο» γι αυτούς που σε ήξεραν. Και σιγά-σιγά σε μάθαιναν όλοι.

 Υπήρχαν πάντα κάποιοι οικοδόμοι στην ίδια θέση έξω από το «Νέον», με τα εργαλεία τους, για πολλές εβδομάδες και ενώ άλλοι συνάδελφοί τους έβρισκαν δουλειά, αυτοί ήταν πάντα εκεί. Είχαν κακό όνομα στην πιάτσα και οι εργολάβοι τους ήξεραν και τους απέφευγαν.

Όταν λοιπόν ο εργολάβος έκανε την επιλογή του και οι «τυχεροί» συνάδελφοι, χαμογελαστοί τον ακολουθούσαν, η απογοήτευση και το άγχος κυρίευαν αυτούς που έμεναν πίσω. Κοίταζαν το ρολόι τους και ήξεραν πως όσο περνάει η ώρα, τόσο λιγοστεύουν οι πιθανότητες για δουλειά αυτή τη μέρα.

Μια αξιοπρέπεια υπήρχε στα πρόσωπά τους, μια υπερηφάνεια στο στήσιμο του κορμιού τους. Δεν παρακαλούσαν για το μεροκάματο. Το «διεκδικούσαν» ο καθένας με τη δική του αξία, έχοντας πίστη στα χέρια τους. Κι αν σήμερα δε βρέθηκε κάτι, ξέρουν πως αύριο είναι μια άλλη μέρα…

Ήταν μια εποχή που κάθε εικόνα, κάθε γεύση ή μυρωδιά, άφηναν βαθιά αποτυπώματα στο νου και την ψυχή. Ίσως η αιτία να ήταν  τα πρώτα επαγγελματικά βιώματα στα χρόνια της άγουρης νιότης. Ίσως πάλι εκείνη η εποχή να έκρυβε μια αθωότητα που χάθηκε στην πορεία ως το σήμερα.


* Γιώργος Ιωάννου, «Ομόνοια 1980», εκδόσεις Κέδρος, 1987.
** Παραμάνα: στη γλώσσα των σερβιτόρων, ο δίσκος σερβιρίσματος μεγάλων διαστάσεων και χωρητικότητας, δύσκολος στη μεταφορά του.